Τετάρτη 27 Απριλίου 2016

Φράσεις της νεοελληνικής γλώσσας που περιλαμβάνουν δοτική πτώση

Πηγή:http://www.teicrete.gr/users/kutrulis/Glosika/dotiki.htm

αβρόχοις ποσί(ν)= (με άβρεχτα πόδια), άκοπα ή χωρίς ζημιά, χωρίς να κοστίσει τίποταΠέρασε το μάθημα αβρόχοις ποσίν.
αιτία= λόγω, εξαιτίας
Φράσεις: αιτία θανάτου, αιτία δωρεάςΤου χορηγήθηκε σύνταξη αιτία θανάτου.
άμα τη αφίξει= με την άφιξη, τη στιγμή της άφιξηςΆμα τη αφίξει του Προέδρου, συνέβη το απρόοπτο.
άμα τη εμφανίσει,
επί τη εμφανίσει
= με την εμφάνιση, μόλις εμφανιστεί ή μόλις εμφανίστηκε= με την εμφάνιση, μόλις το εμφανίσει (επιδείξει) κανείς
Πληρωτέαι επί τη εμφανίσει (σε χαρτονομίσματα) = (δραχμές) που πρέπει να καταβληθούν με την επίδειξη (του χαρτονομίσματος).
ανάγκα= στην ανάγκηανάγκα και θεοί πείθονται.
ανωτέρα βία = λόγω ανωτέρας βίας, από απροσδόκητο γεγονός (που ξεφεύγει από τον έλεγχό μας)
αστυνομική συνοδεία= συνοδευόμενος από αστυνομικό ή αστυνομικούςΟ υπόδικος έφτασε στην αίθουσα αστυνομική συνοδεία
άφες αυτοίς= συγχώρησέ τους, μεταφορικά: άστους, μην τους δίνεις σημασίαΠάτερ άφες αυτοίς ου γαρ οίδασι τι ποιούσι = Πατέρα συγχώρησέ τους γιατί δεν ξέρουν τι κάνουν (από το Ευαγγέλιο)
άφες ημίν τα οφειλήματα ημών= συγχώρησέ μας τις αμαρτίες μας(Από την κυριακή προσευχή, το «πάτερ ημών»)
βάσει,επί τη βάσει= με βάση, βασιζόμενος σε, σύμφωνα μεΌλα έγιναν βάσει κανονισμού. 
Δεν μπορείς να τα εξετάζεις όλα επί τη βάσει του δικού σου συμφέροντος.
γαία πυρίμιχθήτω= (ας αναμειχθεί χώμα και φωτιά), ας γίνει ό,τι θέλει, ας γίνει ό,τι να' ναι, μου (σου, του,...) είναι εντελώς αδιάφορο, αδιαφορώ (-είς, ...) πλήρως!Ας κάνεις εσύ αυτό που θέλεις, και όσο για τους άλλους γαία πυρί μιχθήτω!
γνωστόν τοις πάσι,
τοις πάσιγνωστόν
= σε όλους γνωστό, πασίγνωστο (πας, παντός, παντί, πάντα, πας, πάντες, πάντων, πάσι, πάντας, πάντες)Αυτό που λες είναι γνωστόν τοις πάσι.
γυναιξί = στις γυναίκεςΓυναιξί κόσμον η σιγή φέρει = Η σιωπή είναι στολίδι στις γυναίκες (Σοφοκλής).
Βλέπε και: συν γυναιξί και τέκνοις
δαπάνη,
δαπάναις
= με δαπάνη, με δαπάνες, με έξοδαΗ διανυκτέρευση των επιβατών σε ξενοδοχείο έγινε δαπάναις της Ολυμπιακής
δημοσία= δημοσίωςΤο να είσαι φοροφυγάς δεν είναι και κατόρθωμα για να το δηλώνεις δημοσία...
δημοσία δαπάνη= με δημόσια δαπάνη, με έξοδα του δημοσίουΗ κηδεία του μεγάλου ποιητή έγινε δημοσία δαπάνη
δικηγόρος παρ'Αρείω Πάγω= δικηγόρος στον Άρειο ΠάγοΕίναι δικηγόρος παρ' Αρείω Πάγω
δόξα πατρί= δόξα στον πατέρα (Θεό)
δοξαπατρί = μέτωπο1) Δόξα πατρί και υιώ και αγίω πνεύματι = Δόξα στον Πατέρα και στον Υιό και στο ¶γιο Πνεύμα (από τη θεία λειτουργία)
2) Έφαγε μια γροθιά στο δοξαπατρί και είδε τον ουρανό σφοντύλι!.
δόξα σοι= δόξα σε σένα1) Δόξα σοι Κύριε δόξα σοι = Δόξα σε σένα Κύριε δόξα σε σένα
2) Δόξα σοι ο Θεός = (Δόξα σε σένα Θεέ), δόξα νά ‘χει ο Θεός, δόξα τω Θεώ
3) Δόξα σοι τω δείξαντι το φως = Δόξα σε σένα που έδειξες το φως 
(από τη θεία λειτουργία)
δόξα τω Θεώ= δόξα να έχει ο ΘεόςΔόξα τω Θεώ είμαστε όλοι καλά.
δος ημίνσήμερον= δώσε μας σήμερα (Από την Κυριακή προσευχή)τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον = δώσε μας το ψωμί το καθημερινό.
δυνάμει= σύμφωνα μεΟ πολίτης έχει αυτό το δικαίωμα δυνάμει του νόμου (= όπως απορρέει από την ισχύ του νόμου).
δυνάμει, εν δυνάμει= δυνητικός, δυνητικά Κάθε πολίτης είναι (εν) δυνάμει μέλος της Ενωσης Καταναλωτών
ειρήνη υμίν= (ειρήνη σε σας, φράση του Ευαγγελίου) = σταματήστε να τσακώνεστε ή να διαφωνείτε.Παιδιά σταματήστε! Ειρήνη υμίν!
Ειρήσθω ενπαρόδωεν παρόδω = (σε πάροδο) = σε παρένθεση, παρενθετικάΕιρήσθω εν παρόδω (= ας λεχθεί παρενθετικά). 
Ειρήσθω εν παρόδω ότι ο περί ου ο λόγος είναι και μέλος του κόμματος. (είρημαι: παθητικός παρακείμενος του λέγω, προστακτική: είρησο,ειρήσθω, ...)
έκαστος εφ' ωετάχθη= Ο καθένας (εκεί όπου παρατάχθηκε) πρέπει να κάνει αυτό που ανέλαβε (ή αυτό που έχει χρέος να κάνει)- Γιώργο, απορώ πώς τα βγάζεις πέρα με ένα τέτοιο έργο. Εγώ θα τα παρατούσα αμέσως!..- Τι να κάνουμε φίλε μου, έκαστοςεφ'ω ετάχθη.
ελαφρά τη καρδία= χωρίς βάθος, χωρίς σοβαρή σκέψη, επιπόλαιαΠρέπει να αντιμετωπίζεις τις καταστάσεις με περίσκεψη και όχι ελαφρά τη καρδία
ελαφρά τη συνειδήσει= με ελαφριά τη συνείδηση, χωρίς τύψειςΤον απέλυσε έτσι απλά. Ελαφρά τη συνειδήσει.
ελέω Θεού= με την ευσπλαχνία του Θεού, με τη χάρη του ΘεούΟ βασιλιάς βασιλεύει ελέω Θεού.
ελλείψει= με έλλειψη, λόγω έλλειψηςΤο έργο σταμάτησε ελλείψει κονδυλίων
εν (πλήρει)συγχύσει= σε πλήρη σύγχυσηΣυνάντησα έναν Κώστα εν πλήρει συγχύσει.
εν αγαστήσυμπνοία= με θαυμαστή συμφωνίαΣτο τέλος, κομματικοί φίλοι κι αντίπαλοι, εν αγαστή συμπνοία, διασκέδασαν όλοι μαζί στο καφενείο του χωριού.
εν αγνοία= (σε άγνοια) = χωρίς γνώσηΟλα έγιναν εν αγνοία μου
εν αδίκω
εν δικαίω
= σε άδικο
= σε δίκαιοΕίμαι εν αδίκω = έχω άδικο. Είμαι εν δικαίω = έχω δίκιο
Έχω τη γνώμη ότι αυτή τη φορά εσύ είσαι εν αδίκω.
εν αμύνη= σε άμυναΠυροβόλησε εν αμύνη.
εν αμφιβόλω= σε αμφιβολίαΘέτω εν αμφιβόλω τους ισχυρισμούς σου (ΑΕ: τίθεμαι ες αμφίβολον).
εν ανάγκη= στην ανάγκη, αν χρειαστείΚλείνουμε τώρα μια συγκεκριμένη ημερομηνία και εν ανάγκη την αλλάζουμε.
εν αναμονή= σε αναμονή, αναμένοντας, περιμένονταςΕίμαστε εν αναμονή εξελίξεων = Αναμένουμε εξελίξεις
εν αφθονία= σε αφθονία, αφθόνως, άφθονος
Στο περιβόλι υπάρχουν φρούτα εν αφθονία.
εν αντιθέσει(προς)= σε αντίθεση (με)Ο Γιώργος είχε αντιρρήσεις, εν αντιθέσει προς εμένα που συμφώνησα απόλυτα.
εν φάσει= σε φάση, με την ίδια φάση (στην Κυματική για κύματα και στην Ηλεκτρονική για σήματα)Κατά τη συμβολή δυο καθαροτονικών ηχητικών κυμάτων έχουμε ενίσχυση όταν αυτά είναι εν φάσει.
εν απαρτία= σε απαρτία = με αριθμό παρόντων ίσο ή μεγαλύτερο από εκείνον που απαιτείται κατ' ελάχιστον για τη λήψη έγκυρης απόφασης (σε συνέλευση ενός οργάνου)
εναποστρατεία= σε αποστρατεία, απόστρατοςΕίναι στρατηγός εν αποστρατεία.
εναποσυνθέσει= σε αποσύνθεσηΒρέθηκε ένα πτώμα εν αποσυνθέσει
εν απουσία= κατά την απουσίαΗ όλη ενέργεια εξελίχθηκε εν απουσία μου.
εν αρχή
εν τέλει, εντέλει
= στην αρχή, καταρχήν, καταρχάςΕν αρχή ην ο λόγος ... (από το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο)
«Εν αρχή, λοιπόν, το ανθρώπινο δυναμικό...» (ΒΗΜΑ/Τουρισμός/Β11, Κυριακή 19-5-02).
Εν τέλει, αποδέχθηκε την ήττα του. Εντέλει, θά ‘ρθεις ή όχι;
εν αταξία
εν τάξει, εντάξει
= σε αταξία, όχι σωστά ή κανονικά
= σε τάξη, σωστά, κανονικάΕγώ είμαι εντάξει. Αυτός που είναι εν αταξία είσαι εσύ.
εν αχρηστία,
εν χρήσει
= σε αχρηστία
= σε χρήση
Η μέθοδος αυτή έχει, πλέον, περιπέσει σε αχρηστία.
εν βρασμώψυχής= σε ψυχική ταραχή, σε σύγχυσηΔιέπραξε το έγκλημα εν βρασμώψυχής.
εν γένει= γενικάΟ καιρός της Αττικής είναι, εν γένει, αίθριος.
εν γνώσει= σε γνώση, γνώστης, ξέροντας, γνωρίζονταςΕίμαι εν γνώσει των συνεπειών των ενεργειών μου.
εν δήμω= στο δήμο, δημοσίωςΤα εν οίκω μη εν δήμω = τα ενδοοικογενειακά μην τα κοινολογείς {μην τα κάνεις βούκινο}!
εν διαστάσει= σε διάσταση, σε διακοπή της συμβίωσηςΤο ζεύγος θα είναι εν διαστάσει ώσπου να βγει το διαζύγιο.
εν διεγέρσει
εν ηρεμία
= σε διέγερση, ενεργός 
= σε ηρεμία, ανενεργός
 Ο ηλεκτρονόμος (ή ρωστήρας) είναι ρυθμιστική ηλεκτρονική διάταξη που μπορεί να είναι εν ηρεμία ή εν διεγέρσει, ανάλογα με το αν διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα ή όχι. Ηφαίστειο εν ηρεμία.
εν δικαίω
εν αδίκω
= σε δίκαιο 
= σε άδικοΕίμαι εν αδίκω = έχω άδικο. Είμαι εν δικαίω = έχω δίκιο.
Το δικαστήριο θα κρίνει ποιος είναι εν δικαίω και ποιος εν αδίκω.
εν διωγμώ= σε διωγμό, σε καταδίωξηΕυνοούνταν μόνο οι ομοϊδεάτες του? όλοι οι υπόλοιποι ήταν εν διωγμώ.
εν δράσει= σε δράση, ενεργόςΟλη η ομάδα εν δράσει!
εν δυνάμει,δυνάμει= δυνητικός, δυνητικά Κάθε πολίτης είναι (εν) δυνάμει μέλος της Ενωσης Καταναλωτών
εν εγρηγόρσειεν υπνώσει, 
 
= στον ξύπνο, ξυπνητά 
= σε ύπνωση, στον ύπνο, υπνωτισμένα
Εν υπνώσει αποκαλύπτονται περισσότερα από όσα εν εγρηγόρσει
εν είδει= με τη μορφή, σαν, ως (είδος=μορφή)Η Γη περιστρέφεται γύρω από τον άξονά της και περιφέρεται γύρω από τον Ήλιο εν είδει στρόβου (= σαν σβούρα)
εν ειρήνη= σε ειρήνη, ειρηνικά, με ειρήνηΠορεύου εν ειρήνη = προχώρα ειρηνικά, πήγαινε με γαλήνη στην ψυχή (από το Ευαγγέλιο)
εν εκκλησίαις= σε εκκλησίες, σε συναθροίσειςΕν εκκλησίαις ευλογείτε τον Θεόν (από τη Θεία λειτουργία).
εν εκτάσει,
εν περιλήψει
= σε έκταση, εκτεταμένα
= σε περίληψη, περιληπτικάΣτην έκθεση περιγράφεται το συμβάν καταρχήν ενπεριλήψει και στη συνέχειαεν εκτάσει
εν Ελλάδι= στην Ελλάδα
εν εναντίαπεριπτώσει= σε ενάντια περίπτωση, σε αντίθετη περίπτωση, αντιθέτωςΕν εναντία περιπτώσει, θα έχουμε σύγκρουση
εν ενεργεία= σε ενεργό υπηρεσία {όχι σε παύση, όχι σε σύνταξη}Είναι ακόμα εν ενεργεία, ενώ εγώ πήρα σύνταξη
εν ενί λόγω= με μια λέξη, συνοπτικάΕν ενί λόγω, αποτυχία.
εν ενί στόματι= με ένα στόμα, όλοι μαζίΑπάντησαν ταυτόχρονα εν ενί στόματι.
εν εξάλλω καταστάσει= σε έξαλλη κατάσταση, έξαλλος, έξω φρενώνΕίδα έναν Πέτρο εν εξάλλω καταστάσει? με το ζόρι τον κρατούσαν να μην ορμήσει και τα κάνει όλα γυαλιά καρφιά.
εν εξάρσει= σε έξαρση, σε έντονη κλιμάκωση, σε φούντωμαΟ εθνικισμός και η ξενοφοβία είναι εν εξάρσει και σήμερα.
εν εξελίξει= σε εξέλιξηΤο φαινόμενο είναι ακόμα εν εξελίξει.
εν εσχάτη ανάγκη= σε έσχατη ανάγκη, σε τελευταία ανάγκη
εν εσχάτη περιπτώσει= σε έσχατη περίπτωση, σε τελευταία περίπτωση
εν έτει= στο έτος, τη χρονιάΕν έτει 2002 γίνονται τέτοια πράγματα!
εν ευθέτωχρόνω= (σε εύθετο χρόνο) = σε κατάλληλο χρόνο, αργότεραΘα ασχοληθούμε και με αυτό εν ευθέτωχρόνω
εν ευθυμία= σε ευθυμίαΌταν πήγα εγώ, η παρέα ήδη τελούσε εν ευθυμία.
εν εφεδρεία= σε εφεδρείαΜετά την απόλυσή του ο στρατιώτης τελεί εν εφεδρεία για πολλά χρόνια, η κατάσταση της οποίας ενδεικνύεται από το χρώμα του απολυτηρίου του.
εν ζωή= στη ζωή, όντας ζωντανόςΕίναι εφτά αδέρφια, όλα εν ζωή
Έκαμε το κτήμα δωρεά εν ζωή στα παιδιά του
εν η περιπτώσει, εν περιπτώσει= σε περίπτωση που, αν τύχει και, αν συμβεί ναΕν η περιπτώσει εμφανιστεί ο Γιώργος, τί κάνουμε;
εν ηρεμία
εν διεγέρσει
= σε ηρεμία, ανενεργός
= σε διέγερσηΟ ηλεκτρονόμος (ή ρωστήρας) είναι ρυθμιστική ηλεκτρονική διάταξη που μπορεί να είναι εν ηρεμία ή εν διεγέρσει, ανάλογα με το αν διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα ή όχι. Ηφαίστειο εν ηρεμία.
εν θαλάσση= στη θάλασσα
εν θερμώεν ψυχρώ= σε θερμή κατάσταση (με παροχή θερμότητας)
= σε έξαψη (όχι ψύχραιμα) = ψύχραιμα και χωρίς κανένα δισταγμό
= σε ψυχρή κατάσταση
Αντίδραση με θειικό οξύ εν θερμώ
Μην παίρνεις ποτέ αποφάσεις εν θερμώ.
Τον εκτέλεσε εν ψυχρώ.
εν ισχύι= σε ισχύ, σε εφαρμογή, ισχύων (ισχύουσα, ισχύον)Κάθε κοινοτικό νομοθέτημα τίθεται επίσημα εν ισχύι σε κάθε κράτος μέλος (της Ευρωπαϊκής Ένωσης), με την έκδοση αντίστοιχου εναρμονιστικού εθνικού νομοθετήματος.
Το εν ισχύι νομικό καθεστώς (= το ισχύον νομικό καθεστώς).
εν καιρώ= αργότερα, κάποτε (στο μέλλον)Θα τα πούμε εν καιρώ.
εν καιρώειρήνης,εν καιρώπολέμου= σε καιρό ειρήνης, σε περίοδο ειρήνης, στην ειρήνη= σε καιρό πολέμου, σε περίοδο πολέμου, στον πόλεμο.
εν καιρώ τωδέοντι= όταν θα έρθει η κατάλληλη στιγμήΤο ζήτημα που έθεσες θα συζητηθεί εν καιρώτωδέοντι.
εν καταδύσει= σε κατάδυση, βυθισμένοςΤο υποβρύχιο διάσχισε τη διώρυγα εν καταδύσει.
εν κατακλείδι= τελειώνοντας, κλείνοντας 
(κατακλείδα = τελευταίο μέρος του λόγου, επίλογος)Εν κατακλείδι, όπως έχουν τα πράγματα, η λύση είναι δύσκολη.
εν κενώ= σε κενό (αέρος), απουσία αέρος
= χωρίς φορτίο, χωρίς φόρτο (τεχνολογία)Ηλεκτρική εκκένωση εν κενώ.
Η μηχανή κάνει περισσότερο θόρυβο όταν λειτουργεί υπό φορτίο από όσον όταν λειτουργεί εν κενώ.
εν κινδύνω= σε κίνδυνο, κινδυνεύοντας
θέτω εν κινδύνω = θέτω σε κίνδυνο, διακινδυνεύωΌχι μόνο η φύση, αλλά και η ανθρώπινη φύση σήμερα είναι εν κινδύνω.
Με αυτόν τον τρόπο θέτεις ενκινδύνωτη σωματική σου ακεραιότητα.
εν κινήσει= σε κίνησηΔεν πρέπει να μετακινούνται οι επιβάτες όταν το όχημα είναι ενκινήσει.
εν κρυπτώ= κρυφά, στα κρυφάεν κρυπτώ και παραβύστω = απόκρυφα και μυστικά (παράβυστος = απόμερος, απόκρυφος, μυστικός)
Ούτε που το πήρε κανένας είδηση. Όλα έγιναν εν κρυπτώ και παραβύστω.
εν λειτουργία= σε λειτουργίαΌλος ο εξοπλισμός είναι εν λειτουργία.
εν λευκώ= (με λευκή - ανύπαρκτη - δέσμευση) = ελεύθερα, χωρίς κανέναν περιορισμό, χωρίς όρουςΣε εξουσιοδοτώ εν λευκώ να χειριστείς το θέμα όπως νομίζεις
εν λόγω= ο περί ου ο λόγος, ο υπόψηο εν λόγω υπάλληλος είναι σε κανονική άδεια
εν μέρει
εν όλω, 
εν συνόλω, 
εν τω συνόλω
= ως μέρος, μερικώς 
= ως σύνολο, συνολικάΠρέπει να αντικατασταθεί η Ομάδα, εν όλω ή εν μέρει
Έχεις εν μέρει δίκιο.
εν μέση οδώ= στη μέση του δρόμου, καταμεσής του δρόμου
εν μέσω, εντω μέσω= στη μέση, ανάμεσα σε, μέσα σε, περιστοιχιζόμενος απόΜε τέτοιο πόλεμο που το έκαναν αισθανόταν σαν πρόβατοεν μέσωλύκων. κατάβηκε από το αεροπλάνο και προχώρησε εν μέσω επευφημιών και χειροκροτημάτων. Χαιρέτησε εν μέσω ζητωκραυγών. Ιδού ο νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός (τροπάριο).
εν μέτρω= με μέτρο, με περίσκεψη, λελογισμένωςΠαρακαλώ, όλες οι εκδηλώσεις σας να είναι εν μέτρω? χωρίς τυμπανοκρουσίες και υπερβολές.
εν μιά νυκτί= μέσα σε μια νύχτα, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα¶λλαξε γνώμη εν μιά νυκτί (Σχόλιο: το «μιά» παίρνει τόνο γιατί είναι δισύλλαβο)
εν οίκω= μέσα στο σπίτι, στο σπίτιΤα εν οίκω μη εν δήμω.= τα ενδοοικογενειακά μην τα κοινολογείς {μην τα κάνεις βούκινο}!
εν ολίγοις= με λίγα λόγιαΕν ολίγοις, αυτά είχα να πω.
εν όλω
εν μέρει
= ως σύνολο, συνολικά
= ως μέρος, μερικώςΠρέπει να αντικατασταθεί η Ομάδα, εν όλω ή εν μέρει
Έχεις εν μέρει δίκιο.
εν ομονοία= με ομόνοια, μονοιασμένοι, με συμφιλίωση, συμφιλιωμένοιΟι διαλεγόμενοι συζητούσαν ήρεμα εν ομονοία και συναινέσει.
εν ονόματι= στο όνομα, βάσει, δυνάμειΕν ονόματι του νόμου, ανοίξτε!
εν όσω =ενόσω = εφόσον, για όσοΕνόσω ήσουν εσύ παρών, δεν είχα πρόβλημα.
εν ουδεμιά περιπτώσει= σε καμιά περίπτωση δεν, ποτέ δενΜην το συζητάς. Εν ουδεμιά περιπτώσει θα υποκύψω
εν όψει= εν αναμονή, σε αναμονή, περιμένοντας
= σε θέση ορατότηταςΓυαλίσαμε το σύμπαν εν όψει της επιθεώρησης του στρατηγού.
Εχθρός εν όψει !
εν παντίκαιρώ,
εν πάση ώρα
= οποτεδήποτε
ενπαραλλήλω,
εν σειρά
= παράλληλα 
= σε σειρά
(τρόπος σύνδεσης ηλεκτρονικών εξαρτημάτων ή διατάξεων, σε μεταξύ τους σχέση ή σε σχέση με άλλα στοιχεία ενός ηλεκτρικού/ηλεκτρονικού κυκλώματος)Σύνδεση αντιστάσεων εν παραλλήλω {μεταξύ τους}. Σύνδεση αμπερομέτρουενσειρά {με πηγή ή άλλο στοιχείο σε κλάδο κυκλώματος}
εν παρόδω= (σε πάροδο) = σε παρένθεση, παρενθετικάΕιρήσθω εν παρόδω (= ας λεχθεί παρενθετικά). Ειρήσθω εν παρόδω ότι ο περι ου ο λόγος είναι και μέλος του κόμματος. (είρημαιπαθητικός παρακείμενος του λέγω, προστακτική: είρησοειρήσθω, ...)
εν πάσηπεριπτώσει= τέλος πάντων, ό,τι κι αν γίνει, πάντως Εν πάση περιπτώσει, είναι δικαίωμά σου να έχεις τη γνώμη σου.
εν περιλήψει,εν εκτάσει= σε περίληψη, περιληπτικά 
= σε έκταση, εκτεταμένα
Στην έκθεση περιγράφεται το συμβάν καταρχήν ενπεριλήψει και στη συνέχειαεν εκτάσει
εν πλω= κατά τον πλου, κατά τη διάρκεια της πλεύσης, πλέονταςΕν πλω προς Περαιά = Πλέοντας προς τον Πειραιά. Το συμβάν έγινε εν πλω.
Εν πλω, 21 Μαρτίου 2002 = Όντας σε πλοίο, 21 Μαρτίου 2002 (σε επιστολή).
εν πνεύματι= με πνεύμα, πνευματικάΠνεύμα ο Θεός και τοις προσκυνούσιν Αυτόν εν πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν (από το Ευαγγέλιο).
εν πολλαίςαμαρτίαις= (σε πολλές αμαρτίες)Θεωρείται από πολλούς ως εν πολλαίςαμαρτίαιςπεριπεσούσαγυνή (λέγεται ως παραλληλισμός προς την Μαγδαληνή για να υποδηλώσει «μετανοημένον άνθρωπο», ανάλογο προς το «μετανοούσα Μαγδαληνή»)
εν πολλοίς= ανάμεσα σε πολλά (άλλα)Εν πολλοίς, συνέβη και ένα ατύχημα.
εν προκειμένω= επί του προκειμένου = σχετικά με αυτό που λέμε, σχετικά με το θέμα μαςΕν προκειμένω, ποια είναι η γνώμη σου;
εν πρώτοις= πρώτα-πρώτα, καταρχήν, καταρχάςΕν πρώτοις, εγώ δεν μίλησα σε σένα!
εν πτήσει= κατά τη διάρκεια πτήσης, πετώνταςΓευματίσαμε δύο φορές εν πτήσει ώσπου να φτάσουμε στην Αθήνα.
«Την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές ο ίδιος ο υπουργός ήταν εν πτήσειπρος τη Λευκωσία...» (ΒΗΜΑ/Τουρισμός/Β11, Κυριακή 19-5-02)
εν ριπήοφθαλμού= (με το ρίξιμο του βλέμματος, σε μια ματιά) = αστραπιαίαΑντέδρασε εν ριπή οφθαλμού
εν σειρά,
εν παραλλήλω
= σε σειρά
= παράλληλα 
(τρόπος σύνδεσης ηλεκτρονικών εξαρτημάτων ή διατάξεων, σε μεταξύ τους σχέση ή σε σχέση με άλλα στοιχεία ενός ηλεκτρικού/ηλεκτρονικού κυκλώματος)Σύνδεση αντιστάσεων εν σειρά. Σύνδεση βολτομέτρου ενπαραλλήλω
εν σοφία= με σοφία, σοφά(Ο Θεός) πάντα εν σοφία εποίησε = (ο Θεός) κατασκεύασε σοφά τα πάντα.
εν σπέρματι= σε σπέρμα, ως σπέρμα, ως σπόρος, σε αρχικό στάδιοΥπάρχει εν σπέρματι η αμφιβολία στην όλη υπόθεση, άσχετα από το ποια τροπή θα πάρει. 
εν σπουδή= (σε σπουδή, βιασύνη) = βιαστικά, γρήγορα-γρήγορα, μάνι-μάνιΑποκρίθηκε εν σπουδή, σαν να τον κυνηγούσαν
εν στάσει= (σε στάση) = σταματημένος, στάσιμοςΤο ένα από τα αυτοκίνητα που συγκρούστηκαν ήταν ενστάσει
εν στενώ κύκλω
εν κλειστώ κύκλω
= σε στενό κύκλο, σε κλειστό κύκλο, σε περιορισμένο αριθμό ανθρώπωνΟ γάμος τους έγινε εν στενώ οικογενειακώ κύκλω.
εν στολή= με στολή, ένστολοςΉταν εκεί τρεις αξιωματικοί εν στολή και δυο άλλοι με πολιτικά
εν στύσει= σε στύσηΟ φαλλός ήταν ομοίωμα ανδρικού γεννητικού μορίου εν στύσει και αποτελούσε σύμβολο της γονιμότητας.
εν συγκρίσειμε,
εν συγκρίσειιπρος
= σε σύγκριση μεΌταν το α είναι πολύ μεγαλύτερο εν συγκρίσει με το β το πηλίκο β/α είναι πρακτικά αμελητέα ποσότητα.
ενσυμπεράσματι= (σε συμπέρασμα) = συμπερασματικά
εν συνδυασμώ= σε συνδυασμό, σε σύνδεση Το γραπτό του εν συνδυασμώ και με την προφορική του απόδοση δείχνει πολύ συγκροτημένο μαθητή.
εν συνεχεία= στη συνέχεια, αμέσως μετά Εν συνεχεία, εκφωνήθηκε ο πανηγυρικός της ημέρας
εν συνόλω, 
εν τω συνόλω
= σε σύνολο, ως σύνολο, συνολικάΕν τω συνόλω του το βιβλίο ήταν πολύ ενδιαφέρον.
εν συνόψει= σε περίληψη, συνοπτικά, περιληπτικά, συνοψίζονταςΕν συνόψει, η υπόθεση ήταν φιάσκο.
εν συντομία= (σε συντομία) = σύντομα (= με σύντομο τρόπο)Η όλη περιγραφή έγινε εν συντομία
εν σχέσει= σε σχέσηΕσύ έχεις πολύ λιγότερες υποχρεώσεις εν σχέσει με εμένα.
εν σώματι= (σαν ένα σώμα) = σύσσωμα, όλοι μαζί, σύσσωμοςΟλόκληρο το ΔΣ πήγε εν σώματι στο Υπουργείο.
Τον υποδέχτηκε το Υπουργικό Συμβούλιο εν σώματι.
εν τάξει, εντάξει
εν αταξία
= (στην τάξη) = τακτοποιημένος, σωστός, κανονικός (επίθ. και επίρρ.)
= σε αταξία, όχι σωστά ή κανονικάΕγώ είμαι εντάξει. Αυτός που είναι εν αταξία είσαι εσύ.
εν ταυτώ= και τα δύο μαζί (σε ένα)
εν τάφω= στον τάφο, στο μνήμαΗ ζωή εν τάφω κατετέθης Χριστέ...= Εσύ που είσαι η ζωή σε τάφο τοποθετήθηκες, Χριστέ ... (από τη λειτουργία των Παθών)
εν τάχει= (στα) γρήγορα, ταχέωςΠες ό,τι έχεις να πεις εν τάχει
εν τέλει, εντέλει
εν αρχή
= στο τέλος, τελικά ή για να τελειώνουμε
= στην αρχή Εν τέλει, αποδέχθηκε την ήττα του. Εντέλει, θά ‘ρθεις ή όχι;
Εν αρχή ην ο λόγος = στην αρχή υπήρχε ο λόγος (από το Ευαγγέλιο)
εν τελευταία αναλύσει= σε τελευταία ανάλυση, τέλος πάντων, για να τελειώνουμεΕν τελευταία αναλύσει, η ευθύνη είναι δική σου.
εν τη απουσία
εν απουσία
= κατά την απουσίαΗ όλη ενέργεια εξελίχθηκε εν τη απουσία μου.
εν τη γενέσει= (κατά την γένεση) = στη φάση της δημιουργίας
βλέπε και εν τω γεννάσθαιΤο κίνημα καταπνίγηκε εν τη γενέσει του.
εν τη ενώσει η ισχύς= (στην ένωση η δύναμη) = ενωμένοι είμαστε πιοδυνατοί
εν τη Ιουδαία= στην ΙουδαίαΓνωστός εν τη Ιουδαία ο Θεός (Ψαλμ. 75.1) . Η φράση χρησιμοποιείταιμεταφορικά με την έννοια της ειρωνικής φράσηςκομίζεις γλαύκα ειςΑθήνας = τώρα κάτι μας είπες ή και με την έννοιατης φράσηςέχουν γνώση οι φύλακες
εν τη παλάμη= (στην παλάμη) = στο χέριΤα θέλει εν τη παλάμη
εν τη πράξει,
εν τοις πράγμασι
= στην πράξηΌταν μιλά κανείς θεωρητικά έχει πολλούς βαθμούς ελευθερίας? εν τοιςπράγμασι, όμως, η θεωρία 
εν τη ρύμη του λόγου= (στη ροή του λόγου) = πάνω στη φόρα της κουβένταςΕν τη ρύμη του λόγου λέγονται και λόγια που με δεύτερησκέψη δεν θα λέγονταν.
εν τιμή= σε τιμή, με τιμή
εν τοιαύτηπεριπτώσει= (σε τέτοια περίπτωση) = αφού είναι έτσι (ταπράγματα)Εν τοιαύτη περιπτώσει, εγώπαραιτούμαι!
εν τοις μνήμασι= μέσα στα μνήματα, μέσα στους τάφους (από τοτροπάριο «Χριστός ανέστη»)Χριστός ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατονπατήσας και τοιςεν τοιςμνήμασι ζωήν χαρισάμενος (= ο Χριστόςσηκώθηκε από τους νεκρούς αφού νίκησε το θάνατο με θάνατο και αφού χάρισεζωή σ' αυτούς που ήταν μέσα στα μνήματα).
εν τοις ουρανοίς= στους ουρανούς (από την Κυριακή προσευχή)ο εν τοις ουρανοίς = αυτός που κατοικεί στους ουρανούς.
εν τοις υψίστοις= στα ύψη, στα ύψιστα σημεία, στον ύψιστοΩσαννά ο εν τοις υψίστοις = Δόξα στον ύψιστο (= στο Θεό) 
εν τόπω χλοερώ= σε τόπο χλοερό (= χλωρό, πράσινο, γεμάτο χλόη)(από τη νεκρώσιμη ακολουθία)Ειρωνικά: Αυτό θα συμβεί όταν εμείς θα είμαστε εν τόπω χλοερώ(= όταν θα έχουμε πεθάνει)
εν τούτοις= όμως, παρ΄όλα αυτάΔεν είναι πολύ ωραία. Εν τούτοις, έχει πολλούς θαυμαστές
εν τούτω νίκα= με αυτό να νικήσεις
εν τω άμα και το θάμα= στο άψε σβήσε, ταχύτατα, στη στιγμήΤι είσαι εσύ! Εν τω άμα και το θάμα! Ούτε στιγμή δεν καθυστέρησες
εν τω γεννάσθαι= (κατά την γέννηση) = στη φάση της γέννησης,στη φάση της δημιουργίας
λατινικό: in statu nascendi
βλέπε και εν τη γενέσειΣτη χημεία: Οξυγόνο εν τω γεννάσθαι (ατομικό οξυγόνο απότη διάσπαση μοριακού οξυγόνου ή όζοντος)
εν τω μέσω, ενμέσω= μεταξύ, ανάμεσα σεΧαιρέτησε εν μέσω ζητωκραυγών. 
εν τω μεταξύ= στο μεταξύ χρονικό διάστημα, στο χρονικό διάστημαπου μεσολάβησε, μεσολαβεί ή θα μεσολαβήσειΟ Γιώργος θα αργήσει λίγο. Εν τω μεταξύ, εμείς μπορούμενα τακτοποιήσουμε λίγο το χώρο.
εν υπηρεσία= σε υπηρεσία, σε ώρα υπηρεσίας(βλέπε και «παθών εν υπηρεσία»)
Ο αστυνομικός όταν είναι εν υπηρεσία πρέπει να φορά στολή.
εν υπνώσει,
εν εγρηγόρσει
= σε ύπνωση, στον ύπνο, υπνωτισμένα
= σε εγρήγορση, στον ξύπνο, ξυπνητάΕν υπνώσει αποκαλύπτονται περισσότερα απόόσα εν εγρηγόρσει
εν φάσειεν αντιθέσει φάσεως= σε φάση, με την ίδια φάση (στην Κυματική γιακύματα και στην Ηλεκτρονική για σήματα)= σε αντίθεση φάσης, με αντίθετη φάση
Κατά τη συμβολή δυο καθαροτονικών ηχητικών κυμάτων έχουμε ενίσχυση όταναυτά είναι εν φάσει και εξασθένηση όταν αυτά είναι εναντιθέσει φάσεως.
εν χορδαίς καιοργάνοις,εν χορδαίς καιοργάνω= [με χορδές και όργανα -Ψαλμ.150.4 - (εκκλησιαστικό.όργανον= εκκλησιαστικό όργανο, με αυλούς και πλήκτρα)] = με τυμπανοκρουσίες,με θορυβώδεις και επιδεικτικές εκδηλώσειςΤον υποδέχτηκαν εν χορδαίς και οργάνοις.
εν χορώ= (σε χορό) = όλοι μαζί (όπως ο χορός στο αρχαίοθέατρο)Θέλετε σοκολάτες; «Θέλουμε!» απάντησαν ενχορώ.
εν χρήσει,
εν αχρηστία
= σε χρήση
= σε αχρηστίαΌταν ένας όρος είναι ήδη σε ευρεία χρήση δεν μπορείς εύκολα να τον αγνοήσεις.
εν Χριστώ= με τον Χριστό, χριστιανικάΖει εν Χριστώ. Οι χριστιανοί είναι αδελφοί εν Χριστώ.
εν ψαλτηρίω καικιθάρα= με ψαλτήριο και κιθάρα (εκκλησιαστικό.ψαλτήριον= έγχορδο μουσικό όργανο)Αινείτε τον Κύριον εν ψαλτηρίω και κιθάρα.
εν ψυχρώ,εν θερμώ= ψύχραιμα και χωρίς κανένα δισταγμό
= σε ψυχρή κατάσταση (χωρίς παροχή θερμότητας)= σε θερμή κατάσταση (με παροχή θερμότητας)
= σε έξαψη (όχι ψύχραιμα)
Αντίδραση με θειικό οξύ εν θερμώ
Μην παίρνεις ποτέ αποφάσεις εν θερμώ.
Τον εκτέλεσε εν ψυχρώ.
εν ώρα ανάγκης= σε ώρα ανάγκης, αν χρειαστεί¶μα έχεις κάτι στην άκρη, μπορείς το χρησιμοποιήσεις εν ώρα ανάγκης.
ενόσω 
(= εν όσω)
= εφόσον, για όσοΕνόσω ήσουν εσύ παρών, δεν είχα πρόβλημα.
εντάξει, εν τάξει= (στην τάξη) = τακτοποιημένος, σωστός (επίθ.και επίρρ.)Ολα είναι εντάξει
εντέλει, εν τέλει= στο τέλος, τελικά ή για να τελειώνουμεΕν τέλει, αποδέχθηκε την ήττα του. Εντέλει,θά ‘ρθεις ή όχι;
εντολή άνωθεν, άνωθεν εντολή= (με εντολή από πάνω), με εντολή από ψηλότεροβαθμό της ιεραρχίαςΔεν ήταν δική του πρωτοβουλία? ο συγκεκριμένος τρόπος χειρισμού ήτανάνωθενεντολή.
ενώ= 1. εν ω (χρόνω), καθ' ον χρόνον, όταν, καθώς?2 μολονότιΕνώ μιλούσε απομακρυνόταν. Έκαμα την εργασία ενώ δεν είχα καμιά διάθεση
ενώπιος ενωπίω= αντιμέτωπα, σε αντιπαράστασηΘα τα πούμε κάποια στιγμή ενώπιος ενωπίω
εξαιρέσει= με εξαίρεση (+γεν, +αιτ.), εξαιρουμένου (+γεν.)Εξαιρέσει του Γιώργου (= με εξαίρεση τον Γιώργο), όλοιοι άλλοι συμφώνησαν.
Τα ονόματα όλων ακούστηκαν, εξαιρέσει του Γιώργου (=με εξαίρεση του Γιώργου).
επ' αγαθώ= για το καλό, προς όφελοςΟι πράξεις του επιστήμονα πρέπει να γίνονται επ'αγαθώτης κοινωνίας
επ' ακροατηρίω= ενώπιον ακροατηρίουΜια δίκη μπορεί να γίνει επ' ακροατηρίωαλλά μπορεί ναγίνει καικεκλεισμένων των θυρών 
επ' αμοιβή= με αμοιβή (όχι δωρεάν)Ο φοροτεχνικός παρέχει υπηρεσίες επ' αμοιβή
επ' ανδραγαθία= για ανδραγαθία, για ηρωισμόΟχι μόνο υπηρέτησε στην πρώτη γραμμή, αλλά τον παρασημοφόρησαν κιόλαςεπ'ανδραγαθία
επ' αντικαταβολή
επί αντικαταβολή
= με αντικαταβολή (χρηματικού ποσού)Αποστολή εμπορεύματος επ' αντικαταβολή = αποστολή εμπορεύματοςγια το οποίο ο παραλήπτης πριν το παραλάβει θα καταβάλει τη χρηματική αξίατου
επ' απειλή
επί τη απειλή
= λόγω του κινδύνου, για τον κίνδυνοΤο να μην κάνεις το κακό επ' απειλή τιμωρίας δεν αποτελείγνήσια καλοσύνη.
επ' άρτω= με άρτον, με ψωμί, με υλικά αγαθάΟυκ επ' άρτω μόνον ζήσεται άνθρωπος = Δεν μπορεί να ζήσειμόνο με ψωμί ο άνθρωπος, ο άνθρωπος εκτός από τις βιοτικές ανάγκες έχεικαι πνευματικές (από το Ευαγγέλιο)
επ' αυτοφώρω= τη στιγμή του αδικήματος/εγκλήματος/παραπτώματοςΣυνελήφθη επ' αυτοφώρω να αντιγράφει από την κόλλα τουδιπλανού του.
επ' ενεχύρω= με ενέχυροΧορηγούνται δάνεια επ' ενεχύρω.
επ' εσχάτοις= εσχάτως, τελευταίως
επ' ευκαιρίαεπί τη ευκαιρία= με αφορμή, εκμεταλλευόμενος την περίσταση 
= αλήθεια, μιας και τό ‘φερε η κουβένταΕπ' ευκαιρία της συνάντησης κάναμε και μιαβόλτα στην πλατεία.
Επί τη ευκαιρία, πές μου τι έγινε με εκείνη την περίπτωση.
επ' ονόματι= στο όνομα (κάποιου), με το όνομα (κάποιου)Εκδόθηκαν πέντε ακάλυπτες επιταγές επ' ονόματί του.
επ' ουδενί (λόγω)= για κανένα λόγο δεν, καθόλου δεν, με τίποταδενΕπ ουδενί ήθελε να με ακούσει
επ' ωφελείαεπί ζημία= προς όφελος, για όφελος, επωφελής, ωφέλιμος
= προς ζημιά, για ζημιά, επιζήμιοςΌλη η ιστορία απέβη επ' ωφελεία του Γιάννη.
Η φύρα ενός προϊόντος είναι επί ζημία του μεταπωλητή.
επί αντικαταβολή
επ' αντικαταβολή
= με αντικαταβολή (χρηματικού ποσού)Παράγγειλα τα βιβλία και τα πλήρωσα επί αντικαταβολή (=και τα πλήρωσα στο ταχυδρομείο ή στον ταχυδρόμο πριν τα παραλάβω).
επί αντιπαροχή
επ' αντιπαροχή
= με αντιπαροχή, με ανταπόδοση παροχής, με ανταπόδοσημέρους του οικοδομήματος αντί χρημάτων (για οικοδόμηση επί οικοπέδου)Το κτίσιμο πολλών πολυκατοικιών της Αθήνας έγινε επί αντιπαροχή?έστι οι πρώην οικοπεδούχοι είναι σήμερα ιδιοκτήτες ενός ή περισσότερωνδιαμερισμάτων της αντίστοιχης πολυκατοικίας.
επί απιστία= για απιστία, για το αδίκημα της απιστίαςΜετά την μεγάλη κατάχρηση που έγινε στον οργανισμό, ο οικονομικός διευθυντήςδιώκεταιεπί απιστία.
επί αποδείξει= με απόδειξη, η παραλαβή πρέπει να γίνει μεαπόδειξη (χαρακτηρισμός εγγράφου ως προς τον τρόπο παράδοσης-παραλαβήςτου). Το έγγραφο είναι σίγουρο ότι έφτασε στον προορισμό του? η παραλαβή έγινεεπίαποδείξει
επί εξυβρίσει= για εξύβρισηΜη μου μιλάς εμένα έτσι, γιατί θα σε πάω μέσα επί εξυβρίσει!
επί επιστροφή= με επιστροφή, με υποχρέωση επιστροφήςΌλα τα βιβλία μιας δανειστικής βιβλιοθήκης δίνονται στους αναγνώστεςεπίεπιστροφή.
επί εσχάτη προδοσία= για έσχατη προδοσία (εσχάτη προδοσία= η σοβαρότερη δυνατή προδοσία)Καταδικάστηκε σε θάνατο επί εσχάτη προδοσία (π.χ. σε πόλεμογιατί βοήθησε τον εχθρό).
επί θητεία= με θητεία, για θητείαΤο ΔΣ της εταιρείας εκλέγεται επί τριετή θητεία.
επί θύραις= (μπροστά στην πόρτα) = προ των πυλών,πολύ κοντά, επικείμενος
λατινικό: ante portasΗ κατάσταση είναι εκρηκτική. Η γενικευμένη σύρραξη είναιεπί θύραις.
επί ίσοις όροις= με ίσους όρους, ισότιμαΠρέπει να συμμετέχουν όλοι επί ίσοις όροις
επί Κολωνώ= στον Κολωνό (συνοικία της Αθήνας - αρχαίοςδήμος)Οιδίπους επί Κολωνώ {η γνωστή τραγωδία του Σοφοκλή}
επί κοντώ= σε κοντάρι, με κοντάριΤο άλμα επί κοντώ είναι θεαματικό άθλημα.
επί λέξει= α) κατά λέξη, αυτολεξεί, με τις ίδιες ακριβώςλέξεις
β) λέξη προς λέξη, λεπτομερειακάΕίπε επί λέξει τα εξής
επί λόγω τιμής
λόγω τιμής,
= στο λόγο της τιμής μουΛόγω τιμής, εγώ δεν ξέρω τίποτα ! 
Την αλήθεια σου λέω! Επί λόγω τιμής !
επί ματαίω= για μάταιο πράγμα, για ασήμαντο πράγμα/λόγο/αιτίαΟυ λήψει όνομα Κυρίου του Θεού σου επί ματαίω = Μη χρησιμοποιήσειςτο όνομα του Κυρίου του Θεού σου για ασήμαντα πράγματα (η τρίτη από τιςδέκα εντολές)
επί μέτρω= με μέτρα, με μέτρηση, στα μέτραΡάβονται κουστούμια επί μέτρω.
επί μισθώ= με μισθό, με μηνιαία αποζημίωσηΠροσελήφθη επί μισθώ στο πολιτικό γραφείο του βουλευτή.
επί μοιχεία= για μοιχεία, για το αδίκημα της μοιχείαςΜετά την αποδεδειγμένη συζυγική απιστία του, η γυναίκα του έκαμε αγωγήδιαζυγίου επί μοιχεία.
επί παραγγελία= με παραγγελία (όχι έτοιμο)Όλα τα έπιπλα έγιναν επί παραγγελία.
επί παραδείγματι= για παράδειγμα, παραδείγματος χάρη (π.χ.),λογου χάρη (λ.χ.)Ο Γιώργος, επί παραδείγματι, είναι φοβερός στην ανεκδοτολογία.
επί πίνακι= (στο πιάτο) (Από το αίτημα της Σαλώμης γιατον αποκεφαλισμό του Ιωάννου του Προδρόμου, έναντι του «χορού των επτάπέπλων» που της ζήτησε ο Ηρώδης να χορέψει μπροστά του)Ζητώ την κεφαλήν κάποιου επί πίνακι = Ζητώνα τιμωρηθεί ή να πάθει κακό κάποιος (κυρίως ως αντάλλαγμα για κάτι άλλο,π.χ. για κάποια εξυπηρέτηση)
επί πιστώσει= με πίστωση (όχι τοις μετρητοίς), με δικαίωμαπληρωμής στο μέλλονΠουλώ επί πιστώσει. Αγοράζω επίπιστώσει.
επί πληρωμή= με πληρωμή (όχι δωρεάν)Το προϊόν είναι διαθέσιμο στον καθένα επί πληρωμή.
επί ποινή= με ποινή (ακολουθεί το είδος της ποινής)Σε καιρό πολέμου απαγορεύεται η λιποταξία επί ποινή θανάτου.
επί πτυχίω= στο πτυχίο (μένει ακόμα το πτυχίο)Είναι φοιτητής επί πτυχίω (έχει τελειώσει την φοίτησήτου και δεν έχει τελειώσει τις πτυχιακές εξετάσεις).
επί σκοπώ= με σκοπό
επί συμβάσει= με σύμβασηΤελευταία έχουν προσληφθεί πολλοί επί συμβάσει
Δεν είναι μόνιμος. Είναι επί συμβάσει ορισμένου χρόνου
επί τη αναλήψει= για την ανάληψη, με την ανάληψη, με την ευκαιρίατης ανάληψηςΟ νέος Υπουργός δέχτηκε πολλά συγχαρητήρια τηλεγραφήματαεπί τηαναλήψει των καθηκόντων του.
επί τηαποχωρήσει= με την αποχώρηση, με την ευκαιρία της αποχώρησης
επί τη βάσει,βάσει= με βάση, βασιζόμενος σε, σύμφωνα μεΌλα έγιναν βάσει κανονισμού. 
Δεν μπορείς να τα εξετάζεις όλα επί τηβάσειτου δικού σου συμφέροντος.
επί τη εμφανίσει
άμα τη εμφανίσει
= με την εμφάνιση, μόλις το εμφανίσει (επιδείξει)κανείς
= με την εμφάνιση, μόλις εμφανιστεί ή μόλις εμφανίστηκεΠληρωτέαι επί τη εμφανίσει (σε χαρτονομίσματα) = (δραχμές)που πρέπει να καταβληθούν με την επίδειξη (του χαρτονομίσματος).
επί τη ενάρξει
επί τη λήξει
= για την έναρξη, με την ευκαιρία της έναρξης.
= για τη λήξη, με την ευκαρία της λήξηςΕπί τη ενάρξει του σχολικού έτους έγινε, στο σχολείο,ο καθιερωμένος αγιασμός.
Επί τη λήξει της θητείας του ως Προέδρου, δεξιώθηκε τουςσυνεργάτες του.
επί τη επετείω = για την επέτειο, με την ευκαιρία της επετείουΕπισκέφτηκαν τον Πρόεδρο επί τη επετείω της Δημοκρατίας.
επί τη ευκαιρίαεπ' ευκαιρία= αλήθεια, μιας και τό ‘φερε η κουβέντα 
= με αφορμή, εκμεταλλευόμενος την περίστασηΕπ' ευκαιρία της συνάντησης κάναμε και μιαβόλτα στην πλατεία.
Επί τη ευκαιρία, πές μου τι έγινε με εκείνη την περίπτωση.
επί τη λήξει
επί τη ενάρξει
= για τη λήξη, με την ευκαρία της λήξης
= για την έναρξη, με την ευκαιρία της έναρξης.Επί τη λήξει της θητείας του ως Προέδρου, δεξιώθηκε τουςσυνεργάτες του.
Επί τη ενάρξει του σχολικού έτους έγινε, στο σχολείο,ο καθιερωμένος αγιασμός.
επί τη συμπληρώσει= με τη συμπλήρωση, για τη συμπλήρωση Επί τη συμπληρώσει δεκαετίας από το γεγονός διοργανώθηκεεορταστική εκδήλωση.
επί τη υποθέσει= με την υπόθεσηΕπί τη υποθέσει της εμφάνισής του τί κάνουμε; (= αν υποθέσουμεότι εμφανίζεται τι κάνουμε;).
επί τιμή= τιμητικά, επίτιμοςπρέσβης επί τιμή (= διπλωμάτης συνταξιοδοτηθείς που τουέχει απονεμηθεί τιμητικά ο βαθμός του πρέσβη).
επί τοις εκατό, επίτοιςχιλίοις,επίτοιςεκατομμυρίοις= στα εκατό, στα χίλια, στα ένα εκατομμύριο(παρονομαστής 100, 1000, 1000000)
Βλέπε και: τοις εκατόΈνα πηλίκο μπορεί να εκφρασθεί ως δεκαδικός αριθμός, ως κλάσμα ή ωςποσοστό επί τοις εκατό (%).
επί τούτω, 
επί τούτοις
= για αυτό το σκοπό (λατ. ad hoc), επίτηδεςεπί τούτω επιτροπή (ad hoc committee), επί τούτωομάδα (ad hoc group)
Έγινε μια διάλεξη επί τούτω για το θέμα αυτόΣυγκροτήθηκεμια επί τούτω ομάδα εργασίας
επί χρήμασι= έναντι χρημάτων , για χρήματα, αγοραίοςΑυτή η γυναίκα εκδίδεται επί χρήμασι. Οεπί χρήμασιέρωτας.
επί ψευδορκία= για ψευδορκία, για ψευδή όρκοΜετά την απόδειξη ότι είχε πει ψέματα, ο Πρόεδρος του «έρριξε» πέντεμέρες επί ψευδορκία.
έργω εξύβριση= εξύβριση με πράξη {όχι με λόγια}Το αδίκημα για το οποίο καταδικάστηκε ήταν έργωεξύβριση.
ευγενή προσφορά= με την ευγενική προσφορά (του, της κτλ.)
ευγενή φροντίδι= με την ευγενική φροντίδα (του, της κτλ.)
ευθύνη= με ευθύνηΕυθύνη του ΟΣΕ καθυστέρησε να ξεκινήσει η αμαξοστοιχία.
η ισχύς εν τη ενώσειΒλέπε: εν τη ενώσει η ισχύς
θανάτω θάνατον πατήσας= αφού νίκησε το θάνατο με θάνατο (από το τροπάριο«Χριστός ανέστη»)Χριστός ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατονπατήσας και τοιςεν τοιςμνήμασι ζωήν χαρισάμενος (= ο Χριστόςσηκώθηκε από τους νεκρούς αφού νίκησε το θάνατο με θάνατο και αφού χάρισεζωή σ' αυτούς που ήταν μέσα στα μνήματα).
Θεία χάριτι
χάριτι Θεία
= με Θεία χάρη, με τη χάρη του Θεού, με τηνεύνοια του ΘεούΧάριτι Θεία ξεπεράσαμε τον κίνδυνο.
θέσει= εκ θέσεως, από τη θέση του, λόγω της θέσηςτουΕίναι ο θέσει αρμόδιος για το θέμα. 
Κανόνας της Αρχαίας Ελληνικής: Η θέσει μακρά συλλαβή ως προς τον τονισμό λαμβάνεται ως βραχεία.
Θεώ= στον Θεό, με τον Θεόσυν Θεώ (βλέπε φράση)
Απόδοτε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τωΘεώ(=Προσφέρετε στον Καίσαρα αυτά που ανήκουν στον Καίσαρα και στο Θεό αυτά που ανήκουν στο Θεό)
θού, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου= (συγκράτησε, Θεέ μου, το στόμα μου) = συγκρατούμαινα μην ξεστομίσω κάτι, ενώ υφίσταμαι πρόκληση για το αντίθετοΑυτός τίμιος; Θού, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου.
ιδία= ιδιαιτέρως, ξεχωριστάΧρειάζεται προσοχή στο χειρισμό τέτοιων θεμάτων? ιδία δε όταν πρόκειται για τόσο λεπτές ισορροπίες.
ιδία βουλήσει= με ίδια (= δική μου, δική σου, ...) βούληση,αυτοβούλως, οικειοθελώς
Βλέπε και «οικεία θελήσει».Ό,τι έκανε το έκανε ιδία βουλήσει.
ιδία δαπάνη,
ιδίαις δαπάναις
= με δική μου (σου, του, ...) δαπάνη, με δικάμου έξοδαΠρομηθεύτηκα το βιβλίο ιδία δαπάνη.
ιδία δυνάμει,
ιδίαις δυνάμεις
= (με ίδια δύναμη), με τη δική του δύναμη, μετις δικές του δυνάμεις
ιδία ευθύνη= (με ίδια ευθύνη), με δική μου (σου, του, ...) ευθύνηΟ καθένας αποφασίζει ιδία ευθύνη αν θα προχωρήσει ή ανθα σταματήσει.
ιδία πρωτοβουλία= (με ίδια πρωτοβουλία), με δική μου (σου, του,...) πρωτοβουλίαΕφάρμοσε στην πράξη τη νέα μέθοδο ιδία πρωτοβουλία.
ιδία υπαιτιότητι= (με ίδια υπαιτιότητα), με δική μου (σου, του,...) υπαιτιότηταΌ,τι έπαθε το έπαθε ιδία υπαιτιότητι.
ιδίαις αυτού (αυτής) χερσίν (ΙΑΧ)= στα ίδια του (της) τα χέριαΙΑΧ (πάνω σε φάκελο, όπου είναι γραμμένος ο παραλήπτης) = να δοθεί προσωπικά στον παραλήπτη και σε κανέναν άλλο.
ιδίοις εξόδοις= (με ίδια έξοδα), με δικά (μου, σου, του, της,μας, σας, τους) έξοδαΠήγα στο Συνέδριο ιδίοις εξόδοις
ιδίοις όμμασι(ν)= (με ίδια όμματα), με τα ίδια (μου, σου, του,της, μας, σας, τους) τα μάτιαΔεν το πιστεύω αν δεν το δω ιδίοις όμμασι. Ο ιδίοιςόμμασι μάρτυς είναι οαυτόπτης μάρτυς.
Καίσαρι= στον ΚαίσαραΑπόδοτε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τωΘεώ(= Προσφέρετε στον Καίσαρα αυτά που ανήκουν στον Καίσαρα και στο Θεό αυτάπου ανήκουν στο Θεό).
καλή τη πίστει= (με καλή πίστη) = καλόπιστα, καλοπροαίρετα,ειλικρινά, με ειλικρίνειαΕγώ ό,τι είπα το είπα καλή τη πίστει, αλλά αυτός με παρεξήγησε.
κεραυνός εν αιθρία= (κεραυνός σε ξαστεριά), απροσδόκητο γεγονός,αναπάντεχο γεγονόςΥστερα από τόσες αγάπες, το διαζύγιο της Χαρούλας ήτανκεραυνόςεν αιθρία
κοινή συναινέσει= με κοινή συναίνεση, με κοινή συμφωνίαΠήραν το διαζύγιο κοινή συναινέσει
κοινή υπαιτιότητι= με κοινή υπαιτιότητα, με κοινό φταίξιμοΠήραν διαζύγιο κοινή υπαιτιότητι.
κόποις= με κόπουςΤ' αγαθά κόποις κτώνταιι (= Τα αγαθά τα αποκτά κανείςμε κόπους)
κράτος εν κράτει= (κράτος μέσα σε κράτος) = οντότητα που έχειαποκτήσει ανεπίτρεπτα υπέρμετρη ισχύΤα διαπλεκόμενα (συμφέροντα) αποτελούν κράτος εν κράτει.
λόγω= εξαιτίαςΛόγω της κακοκαιρίας έκλεισαν τα λιμάνια.
λόγω εξύβριση= εξύβριση με λόγιαΤο αδίκημα της εξύβρισης είναι: λόγω εξύβριση ήέργωεξύβριση
λόγω τιμής,
επί λόγω τιμής
= στο λόγο της τιμής μουΛόγω τιμής, εγώ δεν ξέρω τίποτα! 
Την αλήθεια σου λέω! Επί λόγω τιμής !
μακαρία τη λήξει= με ευτυχή λήξη, με ευτυχές αποτέλεσμα
μερίμνη= με μέριμνα, με φροντίδαΤο θέμα τακτοποιήθηκε μερίμνη του Γιώργου.
μέσω= με, δια μέσου, με τη βοήθειαΑθήνα-Θεσσαλονίκη μέσω Λαρίσης. Επικοινωνίαμέσωδικτύου υπολογιστών.
μοίρα αγαθή,
μοίρα καλή
μοίρα κακή
= με μοίρα καλή= με μοίρα κακή
νόμω= με νόμο, κατά νόμον, νομίμως, νομικάνόμω κρατούσα θρησκεία = θρησκεία που επικρατείμε νόμο
νόμω αβάσιμη κατηγορία = κατηγορία που δεν στηρίζεταινομικά
νόμω αβάσιμος= νομικά αβάσιμος, αστήρικτος από το νόμοΟ ισχυριμός του είναι νόμω αβάσιμος.
νους υγιής ενσώματι υγιεί= (νους υγιής σε σώμα υγιές) = η διανοητικήυγεία είναι συνάρτηση της σωματικής, η σωματική υγεία είναι προϋπόθεσητης πνευματικής
ο συ μισείς ετέρωμη ποιήσειςετέρω = (εις έτερον) = στον άλλοο συ μισείς ετέρω μη ποιήσεις = Μην κάνεις στους άλλουςαυτό που εσύ δεν θέλεις να σου κάνουν.
οικεία βουλήσει= οικειοθελώς, θεληματικά, με τη θέλησή μου(σου, του, ...)Όταν ενεργείς οικεία βουλήσει αναλαμβάνεις και την ευθύνητων ενεργειών σου.
οικεία θελήσει= με δική μου (σου, του, ...) θέληση, οικειοθελώς,αυτοβούλως
Βλέπε και «ιδία βουλήσει».Συμμετείχε στην εργασία οικεία θελήσει.
οίκοι= στο σπίτι {οίκος = σπίτι}Διαμένω οίκοι (οικουρώ) = μένω στο σπίτι.
Επίσκεψη οίκοι {χαρακτηρισμός επίσκεψηςγιατρού σε ασθενή στο σπίτι του τελευταίου}.
όμοιος ομοίω = ο όμοιος τον όμοιοΌμοιος ομοίω αεί πελάζει (= ο όμοιος τονόμοιό του πάντοτε συναναστρέφεται)
ονόματι= κατά το όνομα, με το όνομαΚάποιος σύνεδρος, ονόματι Αγγελόπουλος, πρότεινε να γίνειψηφοφορία. Γνώρισα κάποιον, ονόματι Αγγελόπουλο. Ακούστηκεη φωνή κάποιου,ονόματι Αγγελόπουλου.
(Βλέπε και εν ονόματι, επ' ονόματι).
ουαί τοις ηττημένοις= αλίμονο στους νικημένους (λατ.vaevictis,πουτο είπε ο Γαλάτης Βρέννος)Το τίμημα της ήττας ήταν βαρύτητο. Ουαί τοις ηττημένοις.
ουαί υμίν= αλίμονο σε σαςΟυαί υμίν γραμματείς και φαρισαίοι υποκριτές (από το Ευαγγέλιο).
ουκ εν τω πολλώτο ευ βλέπε εν τω πολλώ
Ουκ επ' άρτω ...Βλέπε: «επ' άρτω»
ουσία τύποις (αντίθ.)= ως προς την ουσία, κατ' ουσίαν, ουσιαστικά= ως προς τους τύπους, κατά τους τύπους, τυπικά
Αυτός που θα αναλάβει ως προϊστάμενος πρέπει να είναι κατάλληλοςτύποιςκαιουσία.
παθών ενυπηρεσία= αυτός που έπαθε ατύχημα σε ώρα υπηρεσίας ήσε υπηρεσιακή αποστολήΠήρε σύνταξη ως παθών εν υπηρεσία
παίζει εν ουπαικτοίς= (παίζει με πράγματα που δεν είναι για παίξιμο)= γελοιοποιεί πράγματα που είναι σοβαρά
παίρνω τοις μετρητοίς= παίρνω στα σοβαρά (κάτι που δεν είναι τόσοσοβαρό)Του είπαμε ένα αστείο κι αυτός το πήρε τοις μετρητοίς
παντί τρόπω= με οποιοδήποτε τρόπο, με κάθε τρόπο, παντοιοτρόπωςΠρέπει να σώσουμε τη γη, παντί τρόπω, από την οικολογικήκαταστροφή.
παρ' Αρείω Πάγω= στον ¶ρειο ΠάγοΕίναι δικηγόρος παρ' Αρείω Πάγω
παρά τω πλευρώ= στο πλευρό, πλάι, δίπλαΣτάθηκε παρά τω πλευρώ του κατηγορούμενου συζύγου της.
παρά τωπρωθυπουργώ= κοντά στον πρωθυπουργόΘήτευσε ως Υπουργός παρά τω πρωθυπουργώ.
παρουσία= (με παρουσία κάποιου) = ενώ κάποιος είναι,ή ήταν, παρώνΠαρουσία μου είπε όσα είπε.
πάση δυνάμει= (με κάθε δύναμη), με όλες τις δυνάμειςΕπίθεση του στρατού πάση δυνάμει.
πάση θυσία= (με κάθε θυσία), οπωσδήποτεΠρέπει να επιτύχουμε το αποτέλεσμα αυτό πάσηθυσία.
πεζή= πεζός, πεζή, πεζό, πεζοίΔιανύσαμε μεγάλες αποστάσεις πεζή (= πεζοί)
ποιητική αδεία= (με ποιητική άδεια, με άδεια του ποιητή) =με την ελευθερία που παρέχεται στον ποιητικό λόγο (ή στον ποιητή).Αυτό τυπικά δεν είναι σωστό, αλλά λέγεται ποιητική αδεία.
πολλώ μάλλον,
τοσούτω μάλλον 
πόσω μάλλον
= πολύ περισσότερο (επιτατικό)Αυτό δεν μπορούσε να το προβλέψει ο Διευθυντής, πολλώ μάλλον ένας νέος υπάλληλος
πόσω μάλλον
τοσούτω μάλλον ,
πολλώ μάλλον
= πολύ περισσότερο (επιτατικό)Αυτό δεν μπορούσε να το προβλέψει ο Διευθυντής, πόσω μάλλονένας νέος υπάλληλος
πράγματι= πραγματικά, αλήθειαΠράγματι, χθες το μεσημέρι πέρασα από το γραφείο του.
Βλέπε και τω όντιτη αληθεία
προφάσεις εναμαρτίαις= προσχήματα για δικαιολόγηση παραλείψεων ήανεπίτρεπτων ενεργειών (αμαρτία = σφάλμα, παράπτωμα και ιδιαίτερα θρησκευτικό) Ένα είναι το γεγονός: ότι ο ασθενής αφέθηκε αβοήθητος. Οι όποιες εκτων υστέρων δικαιολογίες είναι προφάσεις εν αμαρτίαις.
πτωχοί τω πνεύματιβλέπε τω πνεύματι
συν Αθηνά= μαζί με την Αθηνά, εκτός από την ΑθηνάΣυν Αθηνά και χείρα κίνει = (Εκτός από την Αθηνά κούνακαι τα χέρια σου) = Εκτός από το να επικαλείσαι βοήθεια άνωθεν πρέπει νακαταβάλεις και τις απαιτούμενες προσωπικές προσπάθειες
συν αυτώ
συν αυτοίς
= μαζί με αυτόν, μαζί με αυτούς
Φράσεις: οι συν αυτώοι συν αυτοίς = οιγύρω του (τους), η ακολουθία του (τους), η παρέα του (τους)Τον πρόεδρο και τους συν αυτώ υποδέχτηκε ο τοπικός άρχοντας.
συν γυναιξί καιτέκνοις= μαζί με γυναίκες και παιδιά, οικογενειακώςΗρθαν οι περισσότεροι συνάδελφοι συν γυναιξίκαιτέκνοις
συν Θεώ= με τη βοήθεια του Θεού, Θεού θέλοντοςΕφέτος, συν Θεώ, θα πάμε διακοπές στο εξωτερικό.
συν τοις άλλοις= μαζί με όλα τ' άλλα, σε όλα τα άλλα πρόσθεσεότιΣυν τοις άλλοις, είναι καικακός μαθητής
συν τω χρόνω= με την πάροδο του χρόνουΣυν τω χρόνω, θα γνωρίσειςκαλύτερα τους νέους συναδέλφους σου
συναρτήσει= σε συνάρτηση με, ως προς (σύνηθες στη φυσικήκαι στα μαθηματικά)Το διάγραμμα της ταχύτητας συναρτήσει του χρόνου.
συνεπεία= (ως συνέπεια) = λόγω, εξαιτίας
συνοδεία κιθάρας= με συνοδεία (ακομπανιαμέντο) κιθάραςΤραγούδησε συνοδεία κιθάρας = Τραγούδησε συνοδευόμενοςαπό κιθάρα (με ακομπανιαμέντο κιθάρας)
ταύρος ενυαλοπωλείω= (ταύρος σε υαλοπωλείο) = όπως αν μπει ταύροςσε υαλοπωλείοΤα έκαμε όλα γυαλιά καρφιά, σαν ταύρος εν υαλοπωλείω.
τη εμφανίσειΒλέπε: άμα τη εμφανίσει και επί τη εμφανίσει
τη τάξει= στη σειρά, στη διάταξη, στην ιεραρχίαΟ υπουργός παρα τω πρωθυπουργώ είνια ο πρώτος τη τάξει υπουργός.Οπροϊστάμενος τμήματος είναι ο τελευταίος τη τάξει που παίρνειτο επίδομα ευθύνης.
τοις εκατό, τοις χιλίοις, τοις εκατομμυρίοις= στα εκατό, στα χίλια, στα ένα εκατομμύριο(παρονομαστής 100, 1000, 1000000)Επιτόκιο πέντε τοις εκατό (5/100 ή 5 %). 
Πιθανότητα δύο τοις χιλίοις (2/1000 ή 2 ο/οο)
τοις κείνων ρήμασι= στα λόγια εκείνωνΤήδε κείμεθα τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι = Βρισκόμαστεεδώ υπακούοντας στα λόγια τους.
τοις μετρητοίς= σε μετρητά (αντίθετο: επί πιστώσει)Αυτός πλήρωσε με πιστωτική κάρτα, ενώ εγώ τοις μετρητοίς.
Αυτό το κατάστημα δεν κάνει πίστωση, πουλάει μόνο τοις μετρητοίς
Αυτός, φίλε μου, πουλάει τοις μετρητοίς (= είναι ξέγνοιαστος,δεκάραδεν δίνει).
(Βλέπε και «παίρνω τοις μετρητοίς»)
τοις οφειλέταις
ημών
= (στους οφειλέτες μας) = σ' αυτούς που μαςέκαμαν κακόως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών = όπως και εμείςσυγχωρούμε αυτούς που μας αδίκησαν.
(Από την Κυριακή προσευχή)
τοις πάσι γνωστόν,
γνωστόν τοις πάσι
= σε όλους γνωστό, πασίγνωστο (πας, παντός,παντί, πάντα, πας, πάντες, πάντων, πάσι, πάντας, πάντες)Αυτό που λες είναι γνωστόν τοις πάσι.
τοσούτω μάλλον ,
πολλώ μάλλον
πόσω μάλλον
= πολύ περισσότερο (επιτατικό)Αυτό δεν μπορούσε να το προβλέψει ο Διευθυντής, τοσούτω μάλλονένας νέος υπάλληλος
τρικυμία ενκρανίω= σύγχυση φρενών, διανοητική αναστάτωση, φουρτούνατου μυαλούΔεν μπορείς να συνεννοηθείς μαζί του. Αυτός έχει τρικυμία εν κρανίω.
τύποις= (με τύπο, τυπωμένος) = εντύπως, (+γενική)στο τυπογραφείο τουΤύποις Κ. Πετρίδη.
τύποιςουσία (αντίθ.)= ως προς τους τύπους, κατά τους τύπους, τυπικά= ως προς την ουσία, κατ' ουσίαν, ουσιαστικά
Αυτός που θα αναλάβει ως προϊστάμενος πρέπει να είναι κατάλληλοςτύποιςκαιουσία.
τύχη αγαθή= κατά καλή τύχη, ευτυχώςΤύχη αγαθή, αποφεύχθηκε το μοιραίο.
τω αγνώστω θεώ= στον άγνωστο θεόΣτην αρχαία Αθήνα υπήρχε στήλη με την αφιέρωση «τω αγνώστω θεώ».
τω καιρώ εκείνω= τότε στα παλιά τα χρόνια (από τη γνωστή εναρκτήριαφράση του Ευαγγελίου)Τω καιρώ εκείνω ο δάσκαλος με τη βέργα του ήταν πιο πολύθηριοδαμαστής παρά δάσκαλος
τω κομιστή= (εις τον κομίζοντα, εις τον φέροντα) = σ'αυτόν που το κρατάΓραμμάτιο πληρωτέο τω κομιστή.
τω όντι, τωόντι και τώντις= όντως, πράγματι, πραγματικάΗ κατάσταση είναι τωόντι πολύ σοβαρή.
Βλέπε και πράγματι, τη αληθεία.
τω πνεύματι= κατά το πνεύμα
πτωχός τω πνεύματι = ταπεινόςΜακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι = ευτυχισμένοι οι ταπεινοί(από τους «Μακαρισμούς» του Ευαγγελίου)
υπαιτιότητι= από υπαιτιότητα, εξαιτίαςΟλα έγιναν υπαιτιότητί μου.
φύσει= εκ φύσεως, από τη φύση του, λόγω της φύσηςτουΕίναι φύσει αδύνατον να συμβεί κάτι τέτοιο. 
Στη γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής συλλαβή με η, ω ή δίφθογγο είναιφύσει μακρά, ενώ συλλαβή με βραχύ που ακολουθείται από δύο ή περισσότερασύμφωνα ή διπλό σύμφωνο είναι θέσει μακρά.
φωνή βοώντος εν τη ερήμω= φωνή κάποιου που φωνάζει στην έρημο, μεταφορικά:δεν ακούει κανένας, δεν υπάρχει καμιά ανταπόκρισηΦωνή βοώντος εν τη ερήμω, ετοιμάσατε την οδόν του Κυρίου(Κατά Μάρκον 1-3).
Εγώ τα είπα, εγώ τα άκουσα! Φωνή βοώντος εν τη ερήμω!.
χάριτι Θεία, 
Θεία χάριτι
= με Θεία χάρη, με τη χάρη του Θεού, με τηνεύνοια του ΘεούΧάριτι Θεία ξεπεράσαμε τον κίνδυνο.
ψυχή τε καισώματι= (με την ψυχή και με το σώμα) = με όλες τιςδυνάμεις, ολοκληρωτικάΑφοσιώθηκε σ' αυτόν το σκοπό ψυχή τε και σώματι.
ως εν ονείρωεν ονείρω= σαν σε όνειρο, μακριά από την πραγματικότητα,αχνά και απροσδιόριστα
= σε όνειρο, μέσα σε όνειροΈννοιωσε σαν υπνωτισμένος? πέρασαν μπροστά από τα μάτια του σκηνές αχνέςκι ασύνδετες? ως εν ονείρω.
όνειρο εν ονείρω = κατάσταση στην οποία βλέπει κανέναςόνειρο μέσα σε όνειρο.
ως εν ουρανώ= όπως στον ουρανό (Από την Κυριακή προσευχή)ως εν ουρανώ και επί της γης = όπως στον ουρανό έτσι καιπάνω στη γη.
ως εν παρόδωελέχθη= όπως ελέχθη παρενθετικάΒλέπε εν παρόδω.
 
Τα στοιχεία της σελίδας αυτής αντλήθηκαν, κατά το σημαντικότερο μέρος τους, από τις σελίδες του ηλεκτρονικού περιοδικού Ορόγραμμα της Ελληνικής Εταιρείας Ορολογίας (ΕΛΕΤΟ).

Πίνακας αρχαίων μετοχών παθητικού παρακειμένου σε χρήση στη νεοελληνική γλώσσα

Πηγή:http://www.teicrete.gr/users/kutrulis/Glosika/metohes.htm
ΜετοχήΡήμαΣημασία και παραδείγματα
αναμεμιγμένοςαναμίγνυμαι= αυτός που έχει αναμειχθεί, αυτός που έχει εμπλακείαναμεμιγμένος σε σκάνδαλο.
αναπεπταμένοςαναπετάννυμαι= αυτός που έχει αναπετασθεί (απλωθεί)αναπεπταμένη σημαία
ανασυνδεδεμένοςανασυνδέομαι= αυτός που έχει ανασυνδεθεί 
ανατεθειμένοςανατίθεμαι= αυτός που έχει ανατεθείανατεθειμένη παραγγελία, 
ανατεθειμένο έργο
ανειλημμένοςαναλαμβάνομαι= αυτός που έχει αναληφθείανειλημμένη υποχρέωση, 
ανειλημμένη ευθύνη, 
ανειλημμένα ποσά
ανεστραμμένοςαναστρέφομαι= αυτός που έχει αναστραφεί, αναποδογυρισμένοςανεστραμμένο σχήμα, 
ανεστραμμένη πολικότητα, 
ανεστραμμένη θερμοβαθμίδα
ανηγμένοςανάγομαι= αυτός που έχει αναχθείανηγμένη μεταβολή, 
ανηγμένη δύναμη
ανηγμένη κλίμακα
αντεστραμμένοςαντιστρέφομαι= αυτός που έχει αντιστραφείαντεστραμμένοι ρόλοι, 
αντεστραμμένοι όροι, 
αντεστραμμένο κλάσμα
απεγκατεστημένος,
αποεγκατεστημένος
εγκαθιστώμαι
εγκαθίσταμαι
= αυτός που έχει απεγκατασταθεί (ή αποεγκατασταθεί)απεγκατεστημένο πρόγραμμα (σε ηλεκτρονικό υπολογιστή)
απεγνωσμένοςαπογιγνώσκομαι= αυτός που έχει περιέλθει σε απόγνωσηαπεγνωσμένη προσπάθεια, 
απεγνωσμένη φωνή
απεσταλμένοςαποστέλλομαι= αυτός που έχει αποσταλείειδικός απεσταλμένος, 
απεσταλμένη επιστολή, 
απεσταλμένο δέμα
απευθυσμένοςαπευθύνομαι= αυτός που έχει απευθυσθείαπευθυσμένο έντερο = 
το απευθυσμένο
απηυδημένος, απηυδισμένοςαπαυδώ
(απαυδώμαι)
= αυτός που έχει απαυδήσει (που έχει χάσει τη φωνή του), που έχει κουραστεί, εξουθενωμένος
απογεγραμμένοςαπογράφομαι= αυτός που έχει απογραφεί, απογραμμένοςαπογεγραμμένος κάτοικος
αποδεδειγμένοςαποδεικνύομαι= αυτός που έχει αποδειχθείείναι αποδεδειγμένο, 
αποδεδειγμένα (επίρρ.)
αποκατεστημένοςαποκαθιστώμαι,
αποκαθίσταμαι
= αυτός που έχει αποκατασταθείκαλά αποκατεστημένος = εξασφαλισμένος (οικονομικά, εργασιακά κτλ.), νοικοκυρεμένος
αποκατεστημένος δικαιωμένος (ύστερα από βραχύχρονη ή μακρόχρονη απόρριψη ή ανυποληψία)
απομεμακρυσμένοςαπομακρύνομαι= αυτός που έχει απομακρυνθείαπομεμακρυσμένος συνδρομητής, 
απονενοημένοςαπονοούμαι= αυτός που έχει απονοηθεί (= που βρίσκεται σε απόγνωση)απονενοημένο διάβημα = απεγνωσμένη ενέργεια
αποσυνδεδεμένοςαποσυνδέομαι= αυτός που έχει αποσυνδεθείαποσυνδεδεμένη συσκευή (από δίκτυο, από άλλη συσκευή κτλ.)
αποσυντεθειμένοςαποσυντίθεμαι= αυτός που έχει αποσυντεθείαποσυντεθειμένο πτώμα
αποτεθειμένοςαποτίθεμαι= αυτός που έχει αποτεθείαποτεθειμένος οπλισμός, 
αποτεθειμένη χειροσυσκευή
αποτετμημένοςαποτέμνομαι= αυτός που έχει αποτμηθεί
απωθημένοςαπωθούμαι= αυτός που έχει απωθηθεί, απωθημένος)Έβγαλε τα απωθημένα του
αυτοδιηγερμένοςαυτοδιεγείρομαι= αυτός που έχει αυτοδιεγερθείαυτοδιηγερμένη διάταξη
αφηρημένοςαφαιρούμαι= αυτός που έχει αφαιρεθείαφηρημένα ουσιαστικά, 
αφηρημένη έννοια, 
αφηρημένη τέχνη
βεβαρημένος,
βεβαρυμμένος
βαρύνομαι= αυτός που έχει βαρυνθείβεβαρημένο ποινικό μητρώο, 
βεβαρημένο παρελθόν, 
βεβαρημένος οργανισμός
βεβιασμένοςβιάζομαι= αυτός που έχει βιασθείβεβιασμένη ενέργεια, 
βεβιασμένη κίνηση, 
βεβιασμένο χαμόγελο
γεγυμνωμένοςγυμνούμαι= αυτός που έχει γυμνωθείτα οστά τα γεγυμνωμένα (εκκλ.)
δεδηλωμένοςδηλούμαι= αυτός που έχει δηλωθείδεδηλωμένος εχθρός
αρχή της Δεδηλωμένης = η αρχή της πλειοψηφίας κόμματος που έχει αποδειχθεί με ψηφοφορία στη βουλή
δεδικασμένοςδικάζομαι= αυτός που έχει δικασθείτο δεδικασμένο = ανέκκλητη δικαστική απόφαση, που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί
δεδομένοςδίδομαι= αυτός που έχει δοθείδεδομένος = θεωρούμενος ότι υπάρχει ή είναι γνωστος από την αρχή
δεδομένη κατάσταση
τα δεδομένα (ενός προβλήματος), δεδομένα, επεξεργασία δεδομένων (στην Πληροφορική)
δεδουλευμένοςδουλεύομαι= αυτός που έχει δουλευθεί (και είναι οφειλόμενος)δεδουλευμένα ημερομίσθια,
δεδουλευμένοι τόκοι, 
τα δεδουλευμένα
διαδεδομένοςδιαδίδομαι= αυτός που έχει διαδοθείδιαδεδομένος = ευρέως γνωστός, συχνά απαντώμενος, συνηθισμένος
διακεκαυμένοςδιακαίομαι
διακάομαι
= αυτός που έχει διακαείδιακεκαυμένη ζώνη
διακεκομμένοςδιακόπτομαι= αυτός που έχει διακοπείδιακεκομμένη συνουσία
διακεκριμένοςδιακρίνομαι= αυτός που έχει διακριθείδιακεκριμένος επιστήμονας, 
διακεκριμένο στέλεχος
διαλελυμένοςδιαλύομαι= αυτός που έχει διαλυθείδιαλελυμένη οικογένεια, 
διαλελυμένη ουσία
διασυνδεδεμένοςδιασυνδέομαι= αυτός που έχει διασυνδεθείδιασυνδεδεμένα δίκτυα
διατεθειμένοςδιατίθεμαι= αυτός που έχει διατεθείΔεν είμαι διατεθειμένος να υποχωρήσω στις απαιτήσεις του
διατεταγμένοςδιατάσσομαι= αυτός που έχει διαταχθείδιατεταγμένη υπηρεσία
διεσταλμένοςδιαστέλλομαι= αυτός που έχει διασταλείδιεσταλμένη κόρη οφθαλμού
διεστραμμένοςδιαστρέφομαι= αυτός που έχει διαστραφείδιεστραμμένος εγκληματίας
διεφθαρμένοςδιαφθείρομαι= αυτός που έχει διαφθαρείδιεφθαρμένος άνθρωπος
διηγερμένοςδιεγείρομαι= αυτός που έχει διεγερθείδιηγερμένη ενεργειακή κατάσταση (ενός ατόμου), 
διηγερμένος ηλεκτρονόμος
διπλοεγγεγραμμένοςδιπλοεγγράφομαι= αυτός που έχει διπλοεγγραφείδιπλοεγγεγραμμένος ψηφοφόρος
εγγεγραμμένοςεγγράφομαι= αυτός που έχει εγγραφείεγγεγραμμένος κύκλος, εγγεγραμμένο τετράπλευρο
εγκαταλελειμμένοςεγκαταλείπομαι= αυτός που έχει εγκαταλειφθείεγκαταλελειμμένο σπίτι,
εγκαταλελειμμένο αυτοκίνητο
εγκατεσπαρμένοςεγκατασπείρομαι= αυτός που έχει εγκατασπαρεί
εγκατεστημένοςεγκαθιστώμαι
εγκαθίσταμαι
= αυτός που έχει εγκατασταθείεγκατεστημένο πρόγραμμα (σε ηλεκτρονικό υπολογιστή)
εγκεκριμένοςεγκρίνομαι= αυτός που έχει εγκριθείεγκεκριμένος τύπος, 
εγκεκριμένο φάρμακο
εγνωσμένοςγιγνώσκομαι= αυτός που έχει γνωσθεί, γνωστός, αδιαμφισβήτητοςεγνωσμένο κύρος, 
εγνωσμένη αξία
ειλημμένοςλαμβάνομαι= αυτός που έχει ληφθείειλημμένη απόφαση
ειμαρμένοςείμαρται (δεν απαντάται στο πρώτο πρόσωπο)= αυτός που έχει κληρωθεί (ληφθεί με κλήρο), πεπρωμένος, μοιραίοςειμαρμένη: = το πεπρωμένο, η μοίρα
ειρημένοςλέγομαι= αυτός που έχει λεχθεί (ρηθεί, ειπωθεί)
εισηγμένοςεισάγομαι= αυτός που έχει εισαχθείεισηγμένη μετοχή (στο χρηματιστήριο)
εκπεφρασμένοςεκφράζομαι= αυτός που έχει εκφρασθείεκπεφρασμένη άποψη
εκτεθειμένοςεκτίθεμαι= αυτός που έχει εκτεθείεκτεθειμένος στον άνεμο
εκτεταμένοςεκτείνομαι= αυτός που έχει εκταθείεκτεταμένη έρευνα
εμπεριστατωμένοςεμπεριστατώ= αυτός που έχει εμπεριστατωθεί (= εξεταστεί (μελετηθεί, γίνει) με πολλή προσοχή)εμπεριστατωμένη μελέτη
εναποτεθειμένοςεναποτίθεμαι= αυτός που έχει εναποτεθείεναποτεθειμένες ελπίδες
ενδεδειγμένοςενδεικνύομαι,
ενδείκνυμαι
= αυτός που έχει ενδειχθείενδεδειγμένος τρόπος,
ενδεδειγμένη ενέργεια
ενδεδειγμένη λύση
ενδεδυμένοςενδύομαι= αυτός που έχει ενδυθείενδεδυμένος φως ως ιμάτιον (εκκλ.)
εντεταγμένοςεντάσσομαι= αυτός που έχει ενταχθεί
εντεταλμένοςεντέλλομαι= αυτός που έχει ενταλείεντεταλμένος σύμβουλος, 
εντεταλμένος αντιπρόεδρος
εντεταμένοςεντείνομαι= αυτός που έχει ενταθεί
εξεζητημένοςεκζητούμαι= αυτός που έχει εκζητηθείεξεζητημένος τρόπος
εξεζητημένη αμφίεση
εξημμένοςεξάπτομαι= αυτός που έχει εξαφθείεξημμένα πνεύματα
εξηρμένοςεξαίρομαι= αυτός που έχει εξαρθείεξηρμένα προσόντα
εξωνημένοςεξωνούμαι= αυτός που έχει εξωνηθεί
επανειλημμένοςεπαναλαμβάνομαι= αυτός που έχει επαναληφθείεπανειλημμένη υπόμνηση
επανειλημμένως (επίρρ.)
επανορθωμένοςεπανορθούμαι= αυτός που έχει επανορθωθεί
επεκτεταμένοςεπεκτείνομαι= αυτός που έχει επεκταθείεπεκτεταμένη πλευρά (μαθ.)
επενδεδυμένοςεπενδύομαι= αυτός που έχει επενδυθείεπενδεδυμένο κεφάλαιο
επηρμένοςεπαίρομαι= αυτός που έχει επαρθεί, ο οιηματίας, ο φαντασμένος, ο αλαζόναςεπηρμένο ύψος
επηυξημένοςεπαυξάνομαι= αυτός που έχει επαυξηθείέκδοση βελτιωμένη και επηυξημένη
επιβεβαρυμμένοςεπιβαρύνομαι= αυτός που έχει επιβαρυνθεί
επιβεβλημένοςεπιβάλλομαι= αυτός που έχει επιβληθείεπιβεβλημένα μέτρα
επιγεγραμμένοςεπιγράφομαι= αυτός που έχει επιγραφεί
επικεκαλυμμένοςεπικαλύπτομαι= αυτός που έχει επικαλυφθεί
επιτετραμμένοςεπιτρέπομαι= αυτός που του έχει επιτραπεί κάποιο έργοο επιτετραμμένος (ανώτερος διπλωματικός υπάλληλος που αναπληρώνει τον πρεσβευτή)
ερριμμένοςρίπτομαι= αυτός που έχει ριφθείΛίθοι τε και πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμμένα ουδέν χρήσιμά εστιν.
εσβεσμένοςσβέννυμαι= αυτός που έχει σβεσθείεσβεσμένη άσβεστος,
εσβεσμένο ηφαίστειο
εσκαμμένοςσκάπτομαι= αυτός που έχει σκαφθείυπερέβη τα εσκαμμένα = ξεπέρασε τα επιτρεπτά όρια
εσκεμμένοςσκέπτομαι= αυτός που τον έχει κανείς σκεφθεί, σκόπιμος, προμελετημένοςεσκεμμένη ενέργεια
εσπευσμένοςσπέυδω 
(σπεύδομαι)
= αυτός που έχει σπευσθείεσπευσμένη ενέργεια
εσταυρωμένοςσταυρώνομαι= αυτός που έχει σταυρωθείο Εσταυρωμένος (Χριστός)
εστεγασμένοςστεγάζομαι= αυτός που έχει στεγασθείεστεγασμένος χώρος
εστεμμένοςστέφομαι= αυτός που έχει στραφείεστεμμένος βασιλιάς
εστραμμένοςστρέφομαι= αυτός που έχει στραφεί
εσφαλμένοςσφάλλομαι= αυτός που έχει σφαλείεσφαλμένη άποψη
εσφαλμένο αποτέλεσμα
εσφιγμένοςσφίγγομαι= αυτός που έχει σφιχθείη μονή του Εσφιγμένου (στο Άγιο Όρος)
ηγιασμένοςαγιάζομαι= αυτός που έχει αγιασθείΣάββας ο Ηγιασμένος
ηθελημένοςεθέλω 
(εθέλομαι)
= αυτός που έχει «θεληθεί», εσκεμμένοςηθελημένη ενέργεια
ημαρτημένοςαμαρτάνομαι= αυτός που έχει αμαρτηθεί= εσφαλμένος, λαθεμένος, αποτυχημένος
ημαρτημένα παροράματα, αβλεψίες (ενός βιβλίου) (λατ. errata)
ημιανεπτυγμένοςημιαναπτύσσομαι= αυτός που έχει ημιαναπτυχθεί
ηνωμένοςενούμαι= αυτός που έχει ενωθεί, ενωμένοςΗνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (ΗΠΑ),
Ηνωμένο Βασίλειο (ΗΒ)
Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ)
ηττημένοςηττώμαι= αυτός που έχει ηττηθείηττημένη ομάδα, 
οι νικητές και οι ηττημένοι
καθειλκυσμένοςκαθελκύομαι= αυτός που έχει καθελκυσθεί
καθηγιασμένοςκαθαγιάζομαι= αυτός που έχει καθαγιασθεί
καθημαγμένοςκαθαιμάσσομαι= αυτός που έχει καθαιμαχθεί, αυτός που έχει καταματωθεί, καταματωμένος, αιμόφυρτοςκαθημαγμένος στρατιώτης
καθημαγμένου, καθημαγμένο, καθημαγμένοι, καθημαγμένων, καθημαγμένους,
καθημαγμένη οικονομία
κακοανατεθραμμένοςανατρέφομαι= αυτός που έχει κακοανανατραφείκακανατεθραμένο παιδί
καταβεβλημένοςκαταβάλλομαι= εξαντλημένος, αποκαμωμένος (από κούραση, ασθένεια, μεγάλη θλίψη)καταβεβλημένος οργανισμός
καταγεγραμμένοςκαταγράφομαι= αυτός που έχει καταγραφείκαταγεγραμμένη πρόταση
κατατεθειμένοςκατατίθεμαι= αυτός που έχει κατατεθείκατατεθειμένο ποσό
κατατετμημένοςκατατέμνομαι= αυτός που έχει κατατμηθεί
κατειλημμένοςκαταλαμβάνομαι= αυτός που έχει καταληφθείκατειλημμένος ανελκυστήρας,
σήμα κατειλημμένου, 
κατειλημμένες θέσεις
κατεσταλμένοςκαταστέλλομαι= αυτός που έχει κατασταλείκατεσταλμένη λειτουργία
κατεστημένοςκαθιστώμαι,
καθίσταμαι
= αυτός που έχει κατασταθείτο κατεστημένο
κατεστραμμένοςκαταστρέφομαι= αυτός που έχει καταστραφείκατεστραμμένη πόλη
κατεψυγμένοςκαταψύχομαι= αυτός που έχει καταψυχθείκατεψυγμένα ψάρια
κατηγμένοςκατάγομαι= αυτός που έχει καταχθείκατηγμένη
 (= συντεταγμένη στον άξονα z)
κατηραμένοςκαταρώμαι= αυτός που τον έχουν καταρασθείκατηραμένος όφις
κατηρτισμένοςκαταρτίζομαι= αυτός που έχει καταρτισθεί
κεκαθαρμένοςκαθαίρομαι= αυτός που έχει καθαρθείκεκαθαρμένο εμβόλιο
κεκαλυμμένοςκαλύπτομαι= αυτός που έχει καλυφθεί
κεκαμμένοςκάμπτομαι= αυτός που έχει καμφθείκεκαμμένος αγκώνας
κεκαρμένοςκείρομαι= αυτός που έχει καρεί (κουρευτεί)εν χρω κεκαρμένος = κουρεμένος «γουλί»
κεκηρυγμένοςκηρύττομαι= αυτός που έχει κηρυχθείκεκηρυγμένος πόλεμος
κεκλεισμένοςκλείομαι= αυτός που έχει κλεισθεί, κλεισμένοςδίκη κεκλεισμένων των θυρών = δίκη χωρίς ακροατήριο (με απαγορευμένη την είσοδο στο κοινό)
κεκλημένοςκαλούμαι= αυτός που έχει κληθεί
κεκλιμένοςκλίνομαι= αυτός που έχει κλιθεί, γερμένοςκεκλιμένο επίπεδο
κεκοιμημένοςκοιμώμαι= αυτός που έχει κοιμηθείκεκοιμημένος δούλος = ο νεκρός δούλος (εκκλ.)
κεκονιαμένοςκονιώμαι= αυτός που έχει κονιαθεί, αυτός που έχει επιχρισθείτάφος κεκονιαμένος = τάφος ασπρισμένος (και καθαρός εξωτερικά) (εκκλ.)
κεκορεσμένοςκορέννυμαι= αυτός που έχει κορεσθείκεκορεσμένο διάλυμα, 
κεκορεσμένος ατμός
κεκραμένοςκεράννυμαι= αυτός που έχει κραθείκεκραμένος οίνος = νερωμένο κρασί
κεκτημένοςκτώμαι= αυτός που έχει κτηθείκεκτημένα δικαιώματα,
το Κοινοτικό κεκτημένο
κεκτημένη ταχύτητα
κεκυρωμένοςκυρούμαι= αυτός που έχει κυρωθείκεκυρωμένο αντίγραφο
κεχαριτωμένοςχαριτούμαι= αυτός που έχει χαριτωθείχαίρε κεχαριτωμένη Μαρία
λελογισμένοςλογίζομαι= αυτός που έχει λογισθείλελογισμένη χρήση
λελυμένοςλύομαι= αυτός που έχει λυθεί, λυμένοςλελυμένη άσκηση, λελυμένο πρόβλημα
λογοκεκριμένοςλογοκρίνομαι= αυτός που έχει λογοκριθείλογοκεκριμένο δημοσίευμα/κείμενο, 
λογοκεκριμένος λόγος
μεμαρτυρημένοςμαρτυρούμαι= αυτός που έχει μαρτυρηθεί
μεμονωμένοςμονούμαι= αυτός που έχει μονωθεί (έχει μείνει μόνος)μεμονωμένο παράδειγμα,
μεμονωμένη περίπτωση
μεταγεγραμμένοςμεταγράφομαι= αυτός που έχει μεταγραφείμεταγεγραμμένος στο Υποθηκοφυλακείο
μετατεθειμένοςμετατίθεμαι= αυτός που έχει μετατεθείείναι δυο χρόνια μετατεθειμένος στην επαρχία
νενομισμένοςνομίζομαι= αυτός που έχει νομισθεί (θεωρηθεί ως πάτριο έθιμο)νενομισμένος όρκος = ο καθιερωμένος όρκος
παραγεγραμμένοςπαραγράφομαι= αυτός που έχει παραγραφείπαραγεγραμμένο αδίκημα
παραδεδεγμένοςπαραδέχομαι= αυτός που έχει παραδεχθεί
παραδεδομένοςπαραδίδομαι= αυτός που έχει παραδοθεί
παρατεθειμένοςπαρατίθεμαι= αυτός που έχει παρατεθεί
παρατεταγμένοςπαρατάσσομαι= αυτός που έχει παραταχθείπαρατεταγμένο άγημα
παρατεταμένοςπαρατείνομαι= αυτός που έχει παραταθείπαρατεταμένο χειροκρότημα,
παρατεταμένη ανομβρία
παρεγγεγραμμένοςπεριγράφομαι= αυτός που έχει παρεγγραφείπαρεγγεγραμμένος κύκλος
παρεντεθειμένοςπαρεντίθεμαι= αυτός που έχει περεντεθεί
παρεστιγμένοςπαραστίζομαι= αυτός που έχει παραστιχθείπαρεστιγμένη νότα (μουσ.)
παρεσχημένοςπαρέχομαι= αυτός που έχει παρασχεθεί
παρεφθαρμένοςπαραφθείρομαι= αυτός που έχει παραφθαρείπαρεφθαρμένη γλώσσα
παρηκμασμένοςπαρακμάζω
(παρακμάζομαι)
= αυτός που έχει παρακμάσει
παρωχημένοςπαροίχομαι= αυτός που έχει παρέλθειπαρωχημένοι χρόνοι (ρήματος)
πεπαιδευμένοςπαιδεύομαι= αυτός που έχει παιδευθεί (μορφωθεί), μορφωμένος
πεπαλαιωμένοςπαλαιούμαι= αυτός που έχει παλαιωθείπεπαλαιωμένος οίνος,
πεπαλαιωμένη αντίληψη
πεπατημένοςπατούμαι= αυτός που έχει πατηθείπεπατημένη (οδός) = ο ασφαλής γνωστός και συνηθισμένος δρόμος ή τρόπος
ακολουθεί την πεπατημένη
πεπειραμένοςπειρώμαι= αυτός που έχει πειραθείπεπειραμένος τεχνίτης,
πεπειραμένος υπάλληλος
πεπεισμένοςπείθομαι= αυτός που έχει πεισθείείμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι ...
πεπερασμένοςπεραίνομαι= αυτός που έχει περανθείπεπερασμένη σειρά, 
πεπερασμένο σύνολο
πεπιεσμένοςπιέζομαι= αυτός που έχει πιεσθείπεπιεσμένος αέρας
πεπλανημένοςπλανώμαι= αυτός που έχει πλανηθείπεπλανημένη εντύπωση
πεπλατυσμένοςπλατύνομαι= αυτός που έχει πλατυνθείπεπλατυσμένος ρωστήρας
πεπλεγμένοςπλέκομαι= αυτός που έχει πλεχθεί/πλακείπεπλεγμένη συνάρτηση (μαθ.)
πεποιημένοςποιούμαι= αυτός που έχει ποιηθεί, που έχει κατασκευασθείπεποιημένη κρίση (= φτιαχτή, τεχνητή κρίση και όχι πραγματική)
πεποικιλμένοςποικίλλομαι= αυτός που έχει ποικιλθείχρυσό δακτυλίδι πεποικιλμένο με μαργαριτάρια
πεπραγμένοςπράττομαι= αυτός που έχει πραχθείτα πεπραγμένα
έκθεση πεπραγμένων
πεπρωμένοςπέπρωται= αυτός που πέπρωται (είναι γραμμένος από τη μοίρα)πεπρωμένο = η μοίρα, η ειμαρμένη
περιβεβλημένοςπεριβάλλομαι= αυτός που έχει περιβληθείπεριβεβλημένος με φωτοστέφανο
περιγεγραμμένοςπεριγράφομαι= αυτός που έχει περιγραφείπεριγεγραμμένος κύκλος
περιελιγμένοςπεριελίσσομαι= αυτός που έχει περιελιχθεί
περιεσκεμμένοςπερισκέπτομαι= αυτός που τον έχει κανείς περισκεφθεί
περιεστραμμένοςπεριστρέφομαι= αυτός που έχει περιστραφεί
περιεσφιγμένοςπερισφίγγομαι= αυτός που έχει περισφιχθεί
περικεκομμένοςπερικόπτομαι= αυτός που έχει περικοπείπερικεκομμένος προϋπολογισμός
περιπεπλεγμένοςπεριπλέκομαι= αυτός που έχει περιπλεχθεί/περιπλακείπεριπεπλεγμένη κατάσταση
περιτετμημένοςπεριτέμνομαι= αυτός που έχει περιτμηθεί
πεφιλημένοςφιλούμαι= αυτός που έχει φιληθεί (= αγαπηθεί)πεφιλημένος σύζυγος
πεφορτισμένοςφορτίζομαι= αυτός που έχει φορτισθείπεφορτισμένη ατμόσφαιρα
πεφωτισμένοςφωτίζομαι= αυτός που έχει φωτισθείπεφωτισμένος ηγέτης
προβεβλημένοςπροβάλλομαι= αυτός που έχει προβληθείπροβεβλημένο θέμα, 
προβεβλημένη κατάσταση
προδεδικασμένοςπροδικάζομαι= αυτός που έχει προδικασθεί
προδιαγεγραμμένοςπροδιαγράφομαι= αυτός που έχει προδιαγραφείπροδιαγεγραμμένο μέλλον, προδιαγεγραμμένη πορεία, προδιαγεγραμμένα χαρακτηριστικά
προδιατεθειμένοςπροδιατίθεμαι= αυτός που έχει προδιατεθείείμαι προδιατεθειμένος ... (προετοιμασμένος για κάτι ...)
προεγγεγραμμένοςπροεγγράφομαι= αυτός που έχει προεγγραφεί
προεγκεκριμένοςπροεγκρίνομαι= αυτός που έχει προεγκριθεί
προειλημμένοςπρολαμβάνομαι= αυτός που έχει προληφθεί (= ληφθεί εκ των προτέρων)προειλημμένη απόφαση
προειρημένοςπρολέγομαι= αυτός που έχει προλεχθεί (προρρηθεί, προειπωθεί), ο προειπωμένος
προεκτεταμένοςπροεκτείνομαι= αυτός που έχει προεκταθείπροεκτεταμένη καμπύλη
προεντεταμένοςπροεντείνομαι= αυτός που έχει προενταθεί
προεσκεμμένοςπροσκέπτομαι= αυτός που τον έχει κανείς προσκεφθεί
προηγιασμένοςπροαγιάζομαι= αυτός που έχει προαγιασθεί
προηγμένοςπροάγομαι= αυτός που έχει προαχθείπροηγμένη τεχνολογία, 
προηγμένες χώρες
προκαταβεβλημένοςπροκαταβάλλομαι= αυτός που έχει προκαταβληθείπροκαταβεβλημένο μίσθωμα
προκατειλημμένοςπροκαταλαμβάνομαι= αυτός που έχει προκαταληφθείείμαι προκατειλημμένος (= κατέχομαι από δυσμενή διάθεση έναντι κάποιου ή κάποιας κατάστασης, έχω προκατάληψη)
προκεχωρημένοςπροχωρούμαι= αυτός που έχει προχωρηθείπροκεχωρημένο φυλάκιο
προσβεβλημένοςπροσβάλλομαι= αυτός που έχει προσβληθείπροσβεβλημένα άτομα (από ασθένεια)
προσδεδεμένοςπροσδέομαι (προσδούμαι)= αυτός που έχει προσδεθείπροσδεδεμένος στο άρμα (του, της...) (οπαδός, ακόλουθος, τσιράκι)
προσκεκλημένοςπροσκαλούμαι= αυτός που έχει προσκληθεί, ο προσκαλεσμένοςπροσκεκλημένα άτομα, 
οι προσκεκλημένοι
προστεθειμένοςπροστίθεμαι= αυτός που έχει προστεθεί
προτεθειμένοςπροτίθεμαι= αυτός που έχει προτεθεί
προτεταμένοςπροτείνομαι= αυτός που έχει προταθείπροτεταμένο στήθος
προωθημένοςπροωνούμαι= αυτός που έχει προωθηθεί, προωθημένοςπροωθημένη άποψη
σεσημασμένοςσημαίνομαι= αυτός που έχει σημανθείσεσημασμένος κακοποιός
συγκεκομμένοςσυγκόπτομαι= αυτός που έχει συγκοπείσυγκεκομμένη λέξη
συγκεκραμένοςσυγκεράννυμι= αυτός που έχει συγκραθεί (= συγκερασθεί)συγκεκραμένη μουσική κλίμακα
συγκεκριμένοςσυγκρίνομαι= αυτός που έχει συγκριθείσυγκεκριμένα μέτρα, 
συγκεκριμένα ουσιαστικά
συγκεχυμένοςσυγχέομαι= αυτός που έχει συγχυθείσυγκεχυμένη κατάσταση, 
συγκεχυμένες πληροφορίες
συμβεβλημένοςσυμβάλλομαι= αυτός που έχει συμβληθείσυμβεβλημένο ταμείο, 
συμβεβλημένο φαρμακείο
συμπεφωνημένοςσυμφωνούμαι= αυτός που έχει συμφωνηθείδεν τήρησε τα συμπεφωνημένα
συμπεφωνημένη λύσ
συνδεδεμένοςσυνδέομαι= αυτός που έχει συνδεθεί
συνδεδεμένη συσκευή, 
άρρηκτα συνδεδεμένος
συνεζευγμένοςσυζεύγνυμαι= αυτός που έχει συζευχθείσυνεζευγμένες ταλαντώσεις, συνεζευγμένα κυκλώματα
συνεπτυγμένοςσυμπτύσσομαι= αυτός που έχει συμπτυχθείσυνεπτυγμένη μορφή
συνεσταλμένοςσυστέλλομαι= αυτός που έχει συσταλείσυνεσταλμένη κοπέλα = ντροπαλή κοπέλα
συνεστραμμένοςσυστρέφομαι= αυτός που έχει συστραφείσυνεστραμμένος
συνεστραμμένου
συνεστραμμένοι συνεστραμμένων συνεστραμμένους
συνεστραμμένο συνεστραμμένα

συνεστραμμένο ζεύγος (καλωδίων)
συνεσφιγμένοςσυσφίγγομαι= αυτός που έχει συσφιγχθεί
συνημμένοςσυνάπτομαι= αυτός που έχει συναφθείσυνημμένο έγγραφο, 
συνημμένο αρχείο
συνηρημένοςσυναιρούμαι= αυτός που έχει συναιρεθείσυνηρημένα ρήματα
συντεθειμένοςσυντίθεμαι= αυτός που έχει συντεθεί
συντεθλασμένοςσυνθλώμαι= αυτός που έχει συνθλασθεί, ο συντετριμμένος
συντεταγμένοςσυντάσσομαι= αυτός που έχει συνταχθείσυντεταγμένη πολιτεία
συντετμημένοςσυντέμνομαι= αυτός που έχει συντμηθείσυντετμημένη επιλογή,
συντετμημένη λέξη
συντετριμμένοςσυντρίβομαι= αυτός που έχει συντριβείσυντετριμμένος (= υπερβολικά θλιμμένος)
συνωφρυωμένοςσυνοφρυούμαι= αυτός που έχει συνοφρυωθεί, συνοφρυωμένος
τεθλασμένοςθλώμαι= αυτός που έχει θλασθείτεθλασμένη γραμμή
τεθλιμμένοςθλίβομαι= αυτός που έχει θλιβείτεθλιμμένος συγγενής
τεθωρακισμένοςθωρακίζομαι= αυτός που έχει θωρακισθείτεθωρακισμένα άρματα
τεταγμένοςτάσσομαι= αυτός που έχει ταχθείτεταγμένη (= συντεταγμένη στον άξονα y)
τεταμένοςτείνομαι= αυτός που έχει ταθείτεταμένη κατάσταση, 
τεταμένη αρμόσφαιρα
τεταπεινωμένοςταπεινούμαι= αυτός που έχει ταπεινωθείαγαλλιάσσονται οστέα τεταπεινωμένα,
καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην(εκκλ., ν-στός ψαλμός)
τετελεσμένοςτελούμαι= αυτός που έχει τελεσθείτετελεσμένο γεγονός,
τετελεσμένος μέλλων
τετηγμένοςτήκομαι= αυτός που έχει τακείτετηγμένος κηρός
τετμημένοςτέμνομαι= αυτός που έχει τμηθείτετμημένη
τετμημένης
τετμημένες
τετμημένων
 (= συντεταγμένη στον άξονα x)
τετριμμένοςτρίβομαι= αυτός που έχει τριβείτετριμμένη έκφραση
υπεσχημένοςυπισχνούμαι= αυτός που τον έχει κανείς υποσχεθείδεν τήρησε τα υπεσχημένα
υπογεγραμμένοςυπογράφομαι= αυτός που έχει υπογραφείυπογεγραμμένη σύμβαση
υποδιηρημένοςυποδιαιρούμαι= αυτός που έχει υποδιαιρεθεί
υποκατεστημένοςυποκαθιστώμαι,
υποκαθίσταμαι
= αυτός που έχει υποκατασταθεί
 
Τα στοιχεία της σελίδας αυτής αντλήθηκαν, κατά το σημαντικότερο μέρος τους, από τις σελίδες του ηλεκτρονικού περιοδικού Ορόγραμμα της Ελληνικής Εταιρείας Ορολογίας (ΕΛΕΤΟ).