εν τη γενέσει | = (κατά την γένεση) = στη φάση της δημιουργίας βλέπε και εν τω γεννάσθαιΤο κίνημα καταπνίγηκε εν τη γενέσει του. |
εν τη ενώσει η ισχύς | = (στην ένωση η δύναμη) = ενωμένοι είμαστε πιοδυνατοί |
εν τη Ιουδαία | = στην ΙουδαίαΓνωστός εν τη Ιουδαία ο Θεός (Ψαλμ. 75.1) . Η φράση χρησιμοποιείταιμεταφορικά με την έννοια της ειρωνικής φράσηςκομίζεις γλαύκα ειςΑθήνας = τώρα κάτι μας είπες ή και με την έννοιατης φράσηςέχουν γνώση οι φύλακες |
εν τη παλάμη | = (στην παλάμη) = στο χέριΤα θέλει εν τη παλάμη |
εν τη πράξει, εν τοις πράγμασι | = στην πράξηΌταν μιλά κανείς θεωρητικά έχει πολλούς βαθμούς ελευθερίας? εν τοιςπράγμασι, όμως, η θεωρία |
εν τη ρύμη του λόγου | = (στη ροή του λόγου) = πάνω στη φόρα της κουβένταςΕν τη ρύμη του λόγου λέγονται και λόγια που με δεύτερησκέψη δεν θα λέγονταν. |
εν τιμή | = σε τιμή, με τιμή |
εν τοιαύτηπεριπτώσει | = (σε τέτοια περίπτωση) = αφού είναι έτσι (ταπράγματα)Εν τοιαύτη περιπτώσει, εγώπαραιτούμαι! |
εν τοις μνήμασι | = μέσα στα μνήματα, μέσα στους τάφους (από τοτροπάριο «Χριστός ανέστη»)Χριστός ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατονπατήσας και τοιςεν τοιςμνήμασι ζωήν χαρισάμενος (= ο Χριστόςσηκώθηκε από τους νεκρούς αφού νίκησε το θάνατο με θάνατο και αφού χάρισεζωή σ' αυτούς που ήταν μέσα στα μνήματα). |
εν τοις ουρανοίς | = στους ουρανούς (από την Κυριακή προσευχή)ο εν τοις ουρανοίς = αυτός που κατοικεί στους ουρανούς. |
εν τοις υψίστοις | = στα ύψη, στα ύψιστα σημεία, στον ύψιστοΩσαννά ο εν τοις υψίστοις = Δόξα στον ύψιστο (= στο Θεό) |
εν τόπω χλοερώ | = σε τόπο χλοερό (= χλωρό, πράσινο, γεμάτο χλόη)(από τη νεκρώσιμη ακολουθία)Ειρωνικά: Αυτό θα συμβεί όταν εμείς θα είμαστε εν τόπω χλοερώ(= όταν θα έχουμε πεθάνει) |
εν τούτοις | = όμως, παρ΄όλα αυτάΔεν είναι πολύ ωραία. Εν τούτοις, έχει πολλούς θαυμαστές |
εν τούτω νίκα | = με αυτό να νικήσεις |
εν τω άμα και το θάμα | = στο άψε σβήσε, ταχύτατα, στη στιγμήΤι είσαι εσύ! Εν τω άμα και το θάμα! Ούτε στιγμή δεν καθυστέρησες |
εν τω γεννάσθαι | = (κατά την γέννηση) = στη φάση της γέννησης,στη φάση της δημιουργίας λατινικό: in statu nascendi βλέπε και εν τη γενέσειΣτη χημεία: Οξυγόνο εν τω γεννάσθαι (ατομικό οξυγόνο απότη διάσπαση μοριακού οξυγόνου ή όζοντος) |
εν τω μέσω, ενμέσω | = μεταξύ, ανάμεσα σεΧαιρέτησε εν μέσω ζητωκραυγών. |
εν τω μεταξύ | = στο μεταξύ χρονικό διάστημα, στο χρονικό διάστημαπου μεσολάβησε, μεσολαβεί ή θα μεσολαβήσειΟ Γιώργος θα αργήσει λίγο. Εν τω μεταξύ, εμείς μπορούμενα τακτοποιήσουμε λίγο το χώρο. |
εν υπηρεσία | = σε υπηρεσία, σε ώρα υπηρεσίας(βλέπε και «παθών εν υπηρεσία»)
Ο αστυνομικός όταν είναι εν υπηρεσία πρέπει να φορά στολή. |
εν υπνώσει, εν εγρηγόρσει | = σε ύπνωση, στον ύπνο, υπνωτισμένα = σε εγρήγορση, στον ξύπνο, ξυπνητάΕν υπνώσει αποκαλύπτονται περισσότερα απόόσα εν εγρηγόρσει |
εν φάσειεν αντιθέσει φάσεως | = σε φάση, με την ίδια φάση (στην Κυματική γιακύματα και στην Ηλεκτρονική για σήματα)= σε αντίθεση φάσης, με αντίθετη φάση
Κατά τη συμβολή δυο καθαροτονικών ηχητικών κυμάτων έχουμε ενίσχυση όταναυτά είναι εν φάσει και εξασθένηση όταν αυτά είναι εναντιθέσει φάσεως. |
εν χορδαίς καιοργάνοις,εν χορδαίς καιοργάνω | = [με χορδές και όργανα -Ψαλμ.150.4 - (εκκλησιαστικό.όργανον= εκκλησιαστικό όργανο, με αυλούς και πλήκτρα)] = με τυμπανοκρουσίες,με θορυβώδεις και επιδεικτικές εκδηλώσειςΤον υποδέχτηκαν εν χορδαίς και οργάνοις. |
εν χορώ | = (σε χορό) = όλοι μαζί (όπως ο χορός στο αρχαίοθέατρο)Θέλετε σοκολάτες; «Θέλουμε!» απάντησαν ενχορώ. |
εν χρήσει, εν αχρηστία | = σε χρήση = σε αχρηστίαΌταν ένας όρος είναι ήδη σε ευρεία χρήση δεν μπορείς εύκολα να τον αγνοήσεις. |
εν Χριστώ | = με τον Χριστό, χριστιανικάΖει εν Χριστώ. Οι χριστιανοί είναι αδελφοί εν Χριστώ. |
εν ψαλτηρίω καικιθάρα | = με ψαλτήριο και κιθάρα (εκκλησιαστικό.ψαλτήριον= έγχορδο μουσικό όργανο)Αινείτε τον Κύριον εν ψαλτηρίω και κιθάρα. |
εν ψυχρώ,εν θερμώ | = ψύχραιμα και χωρίς κανένα δισταγμό = σε ψυχρή κατάσταση (χωρίς παροχή θερμότητας)= σε θερμή κατάσταση (με παροχή θερμότητας) = σε έξαψη (όχι ψύχραιμα)
Αντίδραση με θειικό οξύ εν θερμώ. Μην παίρνεις ποτέ αποφάσεις εν θερμώ. Τον εκτέλεσε εν ψυχρώ. |
εν ώρα ανάγκης | = σε ώρα ανάγκης, αν χρειαστεί¶μα έχεις κάτι στην άκρη, μπορείς το χρησιμοποιήσεις εν ώρα ανάγκης. |
ενόσω (= εν όσω) | = εφόσον, για όσοΕνόσω ήσουν εσύ παρών, δεν είχα πρόβλημα. |
εντάξει, εν τάξει | = (στην τάξη) = τακτοποιημένος, σωστός (επίθ.και επίρρ.)Ολα είναι εντάξει |
εντέλει, εν τέλει | = στο τέλος, τελικά ή για να τελειώνουμεΕν τέλει, αποδέχθηκε την ήττα του. Εντέλει,θά ‘ρθεις ή όχι; |
εντολή άνωθεν, άνωθεν εντολή | = (με εντολή από πάνω), με εντολή από ψηλότεροβαθμό της ιεραρχίαςΔεν ήταν δική του πρωτοβουλία? ο συγκεκριμένος τρόπος χειρισμού ήτανάνωθενεντολή. |
ενώ | = 1. εν ω (χρόνω), καθ' ον χρόνον, όταν, καθώς?2 μολονότιΕνώ μιλούσε απομακρυνόταν. Έκαμα την εργασία ενώ δεν είχα καμιά διάθεση |
ενώπιος ενωπίω | = αντιμέτωπα, σε αντιπαράστασηΘα τα πούμε κάποια στιγμή ενώπιος ενωπίω |
εξαιρέσει | = με εξαίρεση (+γεν, +αιτ.), εξαιρουμένου (+γεν.)Εξαιρέσει του Γιώργου (= με εξαίρεση τον Γιώργο), όλοιοι άλλοι συμφώνησαν. Τα ονόματα όλων ακούστηκαν, εξαιρέσει του Γιώργου (=με εξαίρεση του Γιώργου). |
επ' αγαθώ | = για το καλό, προς όφελοςΟι πράξεις του επιστήμονα πρέπει να γίνονται επ'αγαθώτης κοινωνίας |
επ' ακροατηρίω | = ενώπιον ακροατηρίουΜια δίκη μπορεί να γίνει επ' ακροατηρίω, αλλά μπορεί ναγίνει καικεκλεισμένων των θυρών |
επ' αμοιβή | = με αμοιβή (όχι δωρεάν)Ο φοροτεχνικός παρέχει υπηρεσίες επ' αμοιβή |
επ' ανδραγαθία | = για ανδραγαθία, για ηρωισμόΟχι μόνο υπηρέτησε στην πρώτη γραμμή, αλλά τον παρασημοφόρησαν κιόλαςεπ'ανδραγαθία |
επ' αντικαταβολή επί αντικαταβολή | = με αντικαταβολή (χρηματικού ποσού)Αποστολή εμπορεύματος επ' αντικαταβολή = αποστολή εμπορεύματοςγια το οποίο ο παραλήπτης πριν το παραλάβει θα καταβάλει τη χρηματική αξίατου |
επ' απειλή, επί τη απειλή | = λόγω του κινδύνου, για τον κίνδυνοΤο να μην κάνεις το κακό επ' απειλή τιμωρίας δεν αποτελείγνήσια καλοσύνη. |
επ' άρτω | = με άρτον, με ψωμί, με υλικά αγαθάΟυκ επ' άρτω μόνον ζήσεται άνθρωπος = Δεν μπορεί να ζήσειμόνο με ψωμί ο άνθρωπος, ο άνθρωπος εκτός από τις βιοτικές ανάγκες έχεικαι πνευματικές (από το Ευαγγέλιο) |
επ' αυτοφώρω | = τη στιγμή του αδικήματος/εγκλήματος/παραπτώματοςΣυνελήφθη επ' αυτοφώρω να αντιγράφει από την κόλλα τουδιπλανού του. |
επ' ενεχύρω | = με ενέχυροΧορηγούνται δάνεια επ' ενεχύρω. |
επ' εσχάτοις | = εσχάτως, τελευταίως |
επ' ευκαιρίαεπί τη ευκαιρία | = με αφορμή, εκμεταλλευόμενος την περίσταση = αλήθεια, μιας και τό ‘φερε η κουβένταΕπ' ευκαιρία της συνάντησης κάναμε και μιαβόλτα στην πλατεία. Επί τη ευκαιρία, πές μου τι έγινε με εκείνη την περίπτωση. |
επ' ονόματι | = στο όνομα (κάποιου), με το όνομα (κάποιου)Εκδόθηκαν πέντε ακάλυπτες επιταγές επ' ονόματί του. |
επ' ουδενί (λόγω) | = για κανένα λόγο δεν, καθόλου δεν, με τίποταδενΕπ ουδενί ήθελε να με ακούσει |
επ' ωφελείαεπί ζημία | = προς όφελος, για όφελος, επωφελής, ωφέλιμος = προς ζημιά, για ζημιά, επιζήμιοςΌλη η ιστορία απέβη επ' ωφελεία του Γιάννη. Η φύρα ενός προϊόντος είναι επί ζημία του μεταπωλητή. |
επί αντικαταβολή επ' αντικαταβολή | = με αντικαταβολή (χρηματικού ποσού)Παράγγειλα τα βιβλία και τα πλήρωσα επί αντικαταβολή (=και τα πλήρωσα στο ταχυδρομείο ή στον ταχυδρόμο πριν τα παραλάβω). |
επί αντιπαροχή επ' αντιπαροχή | = με αντιπαροχή, με ανταπόδοση παροχής, με ανταπόδοσημέρους του οικοδομήματος αντί χρημάτων (για οικοδόμηση επί οικοπέδου)Το κτίσιμο πολλών πολυκατοικιών της Αθήνας έγινε επί αντιπαροχή?έστι οι πρώην οικοπεδούχοι είναι σήμερα ιδιοκτήτες ενός ή περισσότερωνδιαμερισμάτων της αντίστοιχης πολυκατοικίας. |
επί απιστία | = για απιστία, για το αδίκημα της απιστίαςΜετά την μεγάλη κατάχρηση που έγινε στον οργανισμό, ο οικονομικός διευθυντήςδιώκεταιεπί απιστία. |
επί αποδείξει | = με απόδειξη, η παραλαβή πρέπει να γίνει μεαπόδειξη (χαρακτηρισμός εγγράφου ως προς τον τρόπο παράδοσης-παραλαβήςτου). Το έγγραφο είναι σίγουρο ότι έφτασε στον προορισμό του? η παραλαβή έγινεεπίαποδείξει |
επί εξυβρίσει | = για εξύβρισηΜη μου μιλάς εμένα έτσι, γιατί θα σε πάω μέσα επί εξυβρίσει! |
επί επιστροφή | = με επιστροφή, με υποχρέωση επιστροφήςΌλα τα βιβλία μιας δανειστικής βιβλιοθήκης δίνονται στους αναγνώστεςεπίεπιστροφή. |
επί εσχάτη προδοσία | = για έσχατη προδοσία (εσχάτη προδοσία= η σοβαρότερη δυνατή προδοσία)Καταδικάστηκε σε θάνατο επί εσχάτη προδοσία (π.χ. σε πόλεμογιατί βοήθησε τον εχθρό). |
επί θητεία | = με θητεία, για θητείαΤο ΔΣ της εταιρείας εκλέγεται επί τριετή θητεία. |
επί θύραις | = (μπροστά στην πόρτα) = προ των πυλών,πολύ κοντά, επικείμενος λατινικό: ante portasΗ κατάσταση είναι εκρηκτική. Η γενικευμένη σύρραξη είναιεπί θύραις. |
επί ίσοις όροις | = με ίσους όρους, ισότιμαΠρέπει να συμμετέχουν όλοι επί ίσοις όροις |
επί Κολωνώ | = στον Κολωνό (συνοικία της Αθήνας - αρχαίοςδήμος)Οιδίπους επί Κολωνώ {η γνωστή τραγωδία του Σοφοκλή} |
επί κοντώ | = σε κοντάρι, με κοντάριΤο άλμα επί κοντώ είναι θεαματικό άθλημα. |
επί λέξει | = α) κατά λέξη, αυτολεξεί, με τις ίδιες ακριβώςλέξεις β) λέξη προς λέξη, λεπτομερειακάΕίπε επί λέξει τα εξής |
επί λόγω τιμής λόγω τιμής, | = στο λόγο της τιμής μουΛόγω τιμής, εγώ δεν ξέρω τίποτα ! Την αλήθεια σου λέω! Επί λόγω τιμής ! |
επί ματαίω | = για μάταιο πράγμα, για ασήμαντο πράγμα/λόγο/αιτίαΟυ λήψει όνομα Κυρίου του Θεού σου επί ματαίω = Μη χρησιμοποιήσειςτο όνομα του Κυρίου του Θεού σου για ασήμαντα πράγματα (η τρίτη από τιςδέκα εντολές) |
επί μέτρω | = με μέτρα, με μέτρηση, στα μέτραΡάβονται κουστούμια επί μέτρω. |
επί μισθώ | = με μισθό, με μηνιαία αποζημίωσηΠροσελήφθη επί μισθώ στο πολιτικό γραφείο του βουλευτή. |
επί μοιχεία | = για μοιχεία, για το αδίκημα της μοιχείαςΜετά την αποδεδειγμένη συζυγική απιστία του, η γυναίκα του έκαμε αγωγήδιαζυγίου επί μοιχεία. |
επί παραγγελία | = με παραγγελία (όχι έτοιμο)Όλα τα έπιπλα έγιναν επί παραγγελία. |
επί παραδείγματι | = για παράδειγμα, παραδείγματος χάρη (π.χ.),λογου χάρη (λ.χ.)Ο Γιώργος, επί παραδείγματι, είναι φοβερός στην ανεκδοτολογία. |
επί πίνακι | = (στο πιάτο) (Από το αίτημα της Σαλώμης γιατον αποκεφαλισμό του Ιωάννου του Προδρόμου, έναντι του «χορού των επτάπέπλων» που της ζήτησε ο Ηρώδης να χορέψει μπροστά του)Ζητώ την κεφαλήν κάποιου επί πίνακι = Ζητώνα τιμωρηθεί ή να πάθει κακό κάποιος (κυρίως ως αντάλλαγμα για κάτι άλλο,π.χ. για κάποια εξυπηρέτηση) |
επί πιστώσει | = με πίστωση (όχι τοις μετρητοίς), με δικαίωμαπληρωμής στο μέλλονΠουλώ επί πιστώσει. Αγοράζω επίπιστώσει. |
επί πληρωμή | = με πληρωμή (όχι δωρεάν)Το προϊόν είναι διαθέσιμο στον καθένα επί πληρωμή. |
επί ποινή | = με ποινή (ακολουθεί το είδος της ποινής)Σε καιρό πολέμου απαγορεύεται η λιποταξία επί ποινή θανάτου. |
επί πτυχίω | = στο πτυχίο (μένει ακόμα το πτυχίο)Είναι φοιτητής επί πτυχίω (έχει τελειώσει την φοίτησήτου και δεν έχει τελειώσει τις πτυχιακές εξετάσεις). |
επί σκοπώ | = με σκοπό |
επί συμβάσει | = με σύμβασηΤελευταία έχουν προσληφθεί πολλοί επί συμβάσει. Δεν είναι μόνιμος. Είναι επί συμβάσει ορισμένου χρόνου |
επί τη αναλήψει | = για την ανάληψη, με την ανάληψη, με την ευκαιρίατης ανάληψηςΟ νέος Υπουργός δέχτηκε πολλά συγχαρητήρια τηλεγραφήματαεπί τηαναλήψει των καθηκόντων του. |
επί τηαποχωρήσει | = με την αποχώρηση, με την ευκαιρία της αποχώρησης |
επί τη βάσει,βάσει | = με βάση, βασιζόμενος σε, σύμφωνα μεΌλα έγιναν βάσει κανονισμού. Δεν μπορείς να τα εξετάζεις όλα επί τηβάσειτου δικού σου συμφέροντος. |
επί τη εμφανίσει άμα τη εμφανίσει | = με την εμφάνιση, μόλις το εμφανίσει (επιδείξει)κανείς = με την εμφάνιση, μόλις εμφανιστεί ή μόλις εμφανίστηκεΠληρωτέαι επί τη εμφανίσει (σε χαρτονομίσματα) = (δραχμές)που πρέπει να καταβληθούν με την επίδειξη (του χαρτονομίσματος). |
επί τη ενάρξει επί τη λήξει | = για την έναρξη, με την ευκαιρία της έναρξης. = για τη λήξη, με την ευκαρία της λήξηςΕπί τη ενάρξει του σχολικού έτους έγινε, στο σχολείο,ο καθιερωμένος αγιασμός. Επί τη λήξει της θητείας του ως Προέδρου, δεξιώθηκε τουςσυνεργάτες του. |
επί τη επετείω | = για την επέτειο, με την ευκαιρία της επετείουΕπισκέφτηκαν τον Πρόεδρο επί τη επετείω της Δημοκρατίας. |
επί τη ευκαιρίαεπ' ευκαιρία | = αλήθεια, μιας και τό ‘φερε η κουβέντα = με αφορμή, εκμεταλλευόμενος την περίστασηΕπ' ευκαιρία της συνάντησης κάναμε και μιαβόλτα στην πλατεία. Επί τη ευκαιρία, πές μου τι έγινε με εκείνη την περίπτωση. |
επί τη λήξει επί τη ενάρξει | = για τη λήξη, με την ευκαρία της λήξης = για την έναρξη, με την ευκαιρία της έναρξης.Επί τη λήξει της θητείας του ως Προέδρου, δεξιώθηκε τουςσυνεργάτες του. Επί τη ενάρξει του σχολικού έτους έγινε, στο σχολείο,ο καθιερωμένος αγιασμός. |
επί τη συμπληρώσει | = με τη συμπλήρωση, για τη συμπλήρωση Επί τη συμπληρώσει δεκαετίας από το γεγονός διοργανώθηκεεορταστική εκδήλωση. |
επί τη υποθέσει | = με την υπόθεσηΕπί τη υποθέσει της εμφάνισής του τί κάνουμε; (= αν υποθέσουμεότι εμφανίζεται τι κάνουμε;). |
επί τιμή | = τιμητικά, επίτιμοςπρέσβης επί τιμή (= διπλωμάτης συνταξιοδοτηθείς που τουέχει απονεμηθεί τιμητικά ο βαθμός του πρέσβη). |
επί τοις εκατό, επίτοιςχιλίοις,επίτοιςεκατομμυρίοις | = στα εκατό, στα χίλια, στα ένα εκατομμύριο(παρονομαστής 100, 1000, 1000000) Βλέπε και: τοις εκατόΈνα πηλίκο μπορεί να εκφρασθεί ως δεκαδικός αριθμός, ως κλάσμα ή ωςποσοστό επί τοις εκατό (%). |
επί τούτω, επί τούτοις | = για αυτό το σκοπό (λατ. ad hoc), επίτηδεςεπί τούτω επιτροπή (ad hoc committee), επί τούτωομάδα (ad hoc group)
Έγινε μια διάλεξη επί τούτω για το θέμα αυτό. Συγκροτήθηκεμια επί τούτω ομάδα εργασίας |
επί χρήμασι | = έναντι χρημάτων , για χρήματα, αγοραίοςΑυτή η γυναίκα εκδίδεται επί χρήμασι. Οεπί χρήμασιέρωτας. |
επί ψευδορκία | = για ψευδορκία, για ψευδή όρκοΜετά την απόδειξη ότι είχε πει ψέματα, ο Πρόεδρος του «έρριξε» πέντεμέρες επί ψευδορκία. |
έργω εξύβριση | = εξύβριση με πράξη {όχι με λόγια}Το αδίκημα για το οποίο καταδικάστηκε ήταν έργωεξύβριση. |
ευγενή προσφορά | = με την ευγενική προσφορά (του, της κτλ.) |
ευγενή φροντίδι | = με την ευγενική φροντίδα (του, της κτλ.) |
ευθύνη | = με ευθύνηΕυθύνη του ΟΣΕ καθυστέρησε να ξεκινήσει η αμαξοστοιχία. |
η ισχύς εν τη ενώσει | Βλέπε: εν τη ενώσει η ισχύς |
θανάτω θάνατον πατήσας | = αφού νίκησε το θάνατο με θάνατο (από το τροπάριο«Χριστός ανέστη»)Χριστός ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατονπατήσας και τοιςεν τοιςμνήμασι ζωήν χαρισάμενος (= ο Χριστόςσηκώθηκε από τους νεκρούς αφού νίκησε το θάνατο με θάνατο και αφού χάρισεζωή σ' αυτούς που ήταν μέσα στα μνήματα). |
Θεία χάριτι χάριτι Θεία | = με Θεία χάρη, με τη χάρη του Θεού, με τηνεύνοια του ΘεούΧάριτι Θεία ξεπεράσαμε τον κίνδυνο. |
θέσει | = εκ θέσεως, από τη θέση του, λόγω της θέσηςτουΕίναι ο θέσει αρμόδιος για το θέμα. Κανόνας της Αρχαίας Ελληνικής: Η θέσει μακρά συλλαβή ως προς τον τονισμό λαμβάνεται ως βραχεία. |
Θεώ | = στον Θεό, με τον Θεόσυν Θεώ (βλέπε φράση) Απόδοτε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τωΘεώ(=Προσφέρετε στον Καίσαρα αυτά που ανήκουν στον Καίσαρα και στο Θεό αυτά που ανήκουν στο Θεό) |
θού, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου | = (συγκράτησε, Θεέ μου, το στόμα μου) = συγκρατούμαινα μην ξεστομίσω κάτι, ενώ υφίσταμαι πρόκληση για το αντίθετοΑυτός τίμιος; Θού, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου. |
ιδία | = ιδιαιτέρως, ξεχωριστάΧρειάζεται προσοχή στο χειρισμό τέτοιων θεμάτων? ιδία δε όταν πρόκειται για τόσο λεπτές ισορροπίες. |
ιδία βουλήσει | = με ίδια (= δική μου, δική σου, ...) βούληση,αυτοβούλως, οικειοθελώς Βλέπε και «οικεία θελήσει».Ό,τι έκανε το έκανε ιδία βουλήσει. |
ιδία δαπάνη, ιδίαις δαπάναις | = με δική μου (σου, του, ...) δαπάνη, με δικάμου έξοδαΠρομηθεύτηκα το βιβλίο ιδία δαπάνη. |
ιδία δυνάμει, ιδίαις δυνάμεις | = (με ίδια δύναμη), με τη δική του δύναμη, μετις δικές του δυνάμεις |
ιδία ευθύνη | = (με ίδια ευθύνη), με δική μου (σου, του, ...) ευθύνηΟ καθένας αποφασίζει ιδία ευθύνη αν θα προχωρήσει ή ανθα σταματήσει. |
ιδία πρωτοβουλία | = (με ίδια πρωτοβουλία), με δική μου (σου, του,...) πρωτοβουλίαΕφάρμοσε στην πράξη τη νέα μέθοδο ιδία πρωτοβουλία. |
ιδία υπαιτιότητι | = (με ίδια υπαιτιότητα), με δική μου (σου, του,...) υπαιτιότηταΌ,τι έπαθε το έπαθε ιδία υπαιτιότητι. |
ιδίαις αυτού (αυτής) χερσίν (ΙΑΧ) | = στα ίδια του (της) τα χέριαΙΑΧ (πάνω σε φάκελο, όπου είναι γραμμένος ο παραλήπτης) = να δοθεί προσωπικά στον παραλήπτη και σε κανέναν άλλο. |
ιδίοις εξόδοις | = (με ίδια έξοδα), με δικά (μου, σου, του, της,μας, σας, τους) έξοδαΠήγα στο Συνέδριο ιδίοις εξόδοις |
ιδίοις όμμασι(ν) | = (με ίδια όμματα), με τα ίδια (μου, σου, του,της, μας, σας, τους) τα μάτιαΔεν το πιστεύω αν δεν το δω ιδίοις όμμασι. Ο ιδίοιςόμμασι μάρτυς είναι οαυτόπτης μάρτυς. |
Καίσαρι | = στον ΚαίσαραΑπόδοτε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τωΘεώ(= Προσφέρετε στον Καίσαρα αυτά που ανήκουν στον Καίσαρα και στο Θεό αυτάπου ανήκουν στο Θεό). |
καλή τη πίστει | = (με καλή πίστη) = καλόπιστα, καλοπροαίρετα,ειλικρινά, με ειλικρίνειαΕγώ ό,τι είπα το είπα καλή τη πίστει, αλλά αυτός με παρεξήγησε. |
κεραυνός εν αιθρία | = (κεραυνός σε ξαστεριά), απροσδόκητο γεγονός,αναπάντεχο γεγονόςΥστερα από τόσες αγάπες, το διαζύγιο της Χαρούλας ήτανκεραυνόςεν αιθρία |
κοινή συναινέσει | = με κοινή συναίνεση, με κοινή συμφωνίαΠήραν το διαζύγιο κοινή συναινέσει |
κοινή υπαιτιότητι | = με κοινή υπαιτιότητα, με κοινό φταίξιμοΠήραν διαζύγιο κοινή υπαιτιότητι. |
κόποις | = με κόπουςΤ' αγαθά κόποις κτώνταιι (= Τα αγαθά τα αποκτά κανείςμε κόπους) |
κράτος εν κράτει | = (κράτος μέσα σε κράτος) = οντότητα που έχειαποκτήσει ανεπίτρεπτα υπέρμετρη ισχύΤα διαπλεκόμενα (συμφέροντα) αποτελούν κράτος εν κράτει. |
λόγω | = εξαιτίαςΛόγω της κακοκαιρίας έκλεισαν τα λιμάνια. |
λόγω εξύβριση | = εξύβριση με λόγιαΤο αδίκημα της εξύβρισης είναι: λόγω εξύβριση ήέργωεξύβριση |
λόγω τιμής, επί λόγω τιμής | = στο λόγο της τιμής μουΛόγω τιμής, εγώ δεν ξέρω τίποτα! Την αλήθεια σου λέω! Επί λόγω τιμής ! |
μακαρία τη λήξει | = με ευτυχή λήξη, με ευτυχές αποτέλεσμα |
μερίμνη | = με μέριμνα, με φροντίδαΤο θέμα τακτοποιήθηκε μερίμνη του Γιώργου. |
μέσω | = με, δια μέσου, με τη βοήθειαΑθήνα-Θεσσαλονίκη μέσω Λαρίσης. Επικοινωνίαμέσωδικτύου υπολογιστών. |
μοίρα αγαθή, μοίρα καλή μοίρα κακή | = με μοίρα καλή= με μοίρα κακή |
νόμω | = με νόμο, κατά νόμον, νομίμως, νομικάνόμω κρατούσα θρησκεία = θρησκεία που επικρατείμε νόμο
νόμω αβάσιμη κατηγορία = κατηγορία που δεν στηρίζεταινομικά |
νόμω αβάσιμος | = νομικά αβάσιμος, αστήρικτος από το νόμοΟ ισχυριμός του είναι νόμω αβάσιμος. |
νους υγιής ενσώματι υγιεί | = (νους υγιής σε σώμα υγιές) = η διανοητικήυγεία είναι συνάρτηση της σωματικής, η σωματική υγεία είναι προϋπόθεσητης πνευματικής |
ο συ μισείς ετέρωμη ποιήσεις | ετέρω = (εις έτερον) = στον άλλοο συ μισείς ετέρω μη ποιήσεις = Μην κάνεις στους άλλουςαυτό που εσύ δεν θέλεις να σου κάνουν. |
οικεία βουλήσει | = οικειοθελώς, θεληματικά, με τη θέλησή μου(σου, του, ...)Όταν ενεργείς οικεία βουλήσει αναλαμβάνεις και την ευθύνητων ενεργειών σου. |
οικεία θελήσει | = με δική μου (σου, του, ...) θέληση, οικειοθελώς,αυτοβούλως Βλέπε και «ιδία βουλήσει».Συμμετείχε στην εργασία οικεία θελήσει. |
οίκοι | = στο σπίτι {οίκος = σπίτι}Διαμένω οίκοι (οικουρώ) = μένω στο σπίτι.
Επίσκεψη οίκοι {χαρακτηρισμός επίσκεψηςγιατρού σε ασθενή στο σπίτι του τελευταίου}. |
όμοιος ομοίω | = ο όμοιος τον όμοιοΌμοιος ομοίω αεί πελάζει (= ο όμοιος τονόμοιό του πάντοτε συναναστρέφεται) |
ονόματι | = κατά το όνομα, με το όνομαΚάποιος σύνεδρος, ονόματι Αγγελόπουλος, πρότεινε να γίνειψηφοφορία. Γνώρισα κάποιον, ονόματι Αγγελόπουλο. Ακούστηκεη φωνή κάποιου,ονόματι Αγγελόπουλου.
(Βλέπε και εν ονόματι, επ' ονόματι). |
ουαί τοις ηττημένοις | = αλίμονο στους νικημένους (λατ.vaevictis,πουτο είπε ο Γαλάτης Βρέννος)Το τίμημα της ήττας ήταν βαρύτητο. Ουαί τοις ηττημένοις. |
ουαί υμίν | = αλίμονο σε σαςΟυαί υμίν γραμματείς και φαρισαίοι υποκριτές (από το Ευαγγέλιο). |
ουκ εν τω πολλώτο ευ | βλέπε εν τω πολλώ |
Ουκ επ' άρτω ... | Βλέπε: «επ' άρτω» |
ουσία τύποις (αντίθ.) | = ως προς την ουσία, κατ' ουσίαν, ουσιαστικά= ως προς τους τύπους, κατά τους τύπους, τυπικά
Αυτός που θα αναλάβει ως προϊστάμενος πρέπει να είναι κατάλληλοςτύποιςκαιουσία. |
παθών ενυπηρεσία | = αυτός που έπαθε ατύχημα σε ώρα υπηρεσίας ήσε υπηρεσιακή αποστολήΠήρε σύνταξη ως παθών εν υπηρεσία |
παίζει εν ουπαικτοίς | = (παίζει με πράγματα που δεν είναι για παίξιμο)= γελοιοποιεί πράγματα που είναι σοβαρά |
παίρνω τοις μετρητοίς | = παίρνω στα σοβαρά (κάτι που δεν είναι τόσοσοβαρό)Του είπαμε ένα αστείο κι αυτός το πήρε τοις μετρητοίς |
παντί τρόπω | = με οποιοδήποτε τρόπο, με κάθε τρόπο, παντοιοτρόπωςΠρέπει να σώσουμε τη γη, παντί τρόπω, από την οικολογικήκαταστροφή. |
παρ' Αρείω Πάγω | = στον ¶ρειο ΠάγοΕίναι δικηγόρος παρ' Αρείω Πάγω |
παρά τω πλευρώ | = στο πλευρό, πλάι, δίπλαΣτάθηκε παρά τω πλευρώ του κατηγορούμενου συζύγου της. |
παρά τωπρωθυπουργώ | = κοντά στον πρωθυπουργόΘήτευσε ως Υπουργός παρά τω πρωθυπουργώ. |
παρουσία | = (με παρουσία κάποιου) = ενώ κάποιος είναι,ή ήταν, παρώνΠαρουσία μου είπε όσα είπε. |
πάση δυνάμει | = (με κάθε δύναμη), με όλες τις δυνάμειςΕπίθεση του στρατού πάση δυνάμει. |
πάση θυσία | = (με κάθε θυσία), οπωσδήποτεΠρέπει να επιτύχουμε το αποτέλεσμα αυτό πάσηθυσία. |
πεζή | = πεζός, πεζή, πεζό, πεζοίΔιανύσαμε μεγάλες αποστάσεις πεζή (= πεζοί) |
ποιητική αδεία | = (με ποιητική άδεια, με άδεια του ποιητή) =με την ελευθερία που παρέχεται στον ποιητικό λόγο (ή στον ποιητή).Αυτό τυπικά δεν είναι σωστό, αλλά λέγεται ποιητική αδεία. |
πολλώ μάλλον, τοσούτω μάλλον πόσω μάλλον | = πολύ περισσότερο (επιτατικό)Αυτό δεν μπορούσε να το προβλέψει ο Διευθυντής, πολλώ μάλλον ένας νέος υπάλληλος |
πόσω μάλλον τοσούτω μάλλον , πολλώ μάλλον | = πολύ περισσότερο (επιτατικό)Αυτό δεν μπορούσε να το προβλέψει ο Διευθυντής, πόσω μάλλονένας νέος υπάλληλος |
πράγματι | = πραγματικά, αλήθειαΠράγματι, χθες το μεσημέρι πέρασα από το γραφείο του.
Βλέπε και τω όντι, τη αληθεία |
προφάσεις εναμαρτίαις | = προσχήματα για δικαιολόγηση παραλείψεων ήανεπίτρεπτων ενεργειών (αμαρτία = σφάλμα, παράπτωμα και ιδιαίτερα θρησκευτικό) Ένα είναι το γεγονός: ότι ο ασθενής αφέθηκε αβοήθητος. Οι όποιες εκτων υστέρων δικαιολογίες είναι προφάσεις εν αμαρτίαις. |
πτωχοί τω πνεύματι | βλέπε τω πνεύματι |
συν Αθηνά | = μαζί με την Αθηνά, εκτός από την ΑθηνάΣυν Αθηνά και χείρα κίνει = (Εκτός από την Αθηνά κούνακαι τα χέρια σου) = Εκτός από το να επικαλείσαι βοήθεια άνωθεν πρέπει νακαταβάλεις και τις απαιτούμενες προσωπικές προσπάθειες |
συν αυτώ συν αυτοίς | = μαζί με αυτόν, μαζί με αυτούς Φράσεις: οι συν αυτώ, οι συν αυτοίς = οιγύρω του (τους), η ακολουθία του (τους), η παρέα του (τους)Τον πρόεδρο και τους συν αυτώ υποδέχτηκε ο τοπικός άρχοντας. |
συν γυναιξί καιτέκνοις | = μαζί με γυναίκες και παιδιά, οικογενειακώςΗρθαν οι περισσότεροι συνάδελφοι συν γυναιξίκαιτέκνοις |
συν Θεώ | = με τη βοήθεια του Θεού, Θεού θέλοντοςΕφέτος, συν Θεώ, θα πάμε διακοπές στο εξωτερικό. |
συν τοις άλλοις | = μαζί με όλα τ' άλλα, σε όλα τα άλλα πρόσθεσεότιΣυν τοις άλλοις, είναι καικακός μαθητής |
συν τω χρόνω | = με την πάροδο του χρόνουΣυν τω χρόνω, θα γνωρίσειςκαλύτερα τους νέους συναδέλφους σου |
συναρτήσει | = σε συνάρτηση με, ως προς (σύνηθες στη φυσικήκαι στα μαθηματικά)Το διάγραμμα της ταχύτητας συναρτήσει του χρόνου. |
συνεπεία | = (ως συνέπεια) = λόγω, εξαιτίας |
συνοδεία κιθάρας | = με συνοδεία (ακομπανιαμέντο) κιθάραςΤραγούδησε συνοδεία κιθάρας = Τραγούδησε συνοδευόμενοςαπό κιθάρα (με ακομπανιαμέντο κιθάρας) |
ταύρος ενυαλοπωλείω | = (ταύρος σε υαλοπωλείο) = όπως αν μπει ταύροςσε υαλοπωλείοΤα έκαμε όλα γυαλιά καρφιά, σαν ταύρος εν υαλοπωλείω. |
τη εμφανίσει | Βλέπε: άμα τη εμφανίσει και επί τη εμφανίσει |
τη τάξει | = στη σειρά, στη διάταξη, στην ιεραρχίαΟ υπουργός παρα τω πρωθυπουργώ είνια ο πρώτος τη τάξει υπουργός.Οπροϊστάμενος τμήματος είναι ο τελευταίος τη τάξει που παίρνειτο επίδομα ευθύνης. |
τοις εκατό, τοις χιλίοις, τοις εκατομμυρίοις | = στα εκατό, στα χίλια, στα ένα εκατομμύριο(παρονομαστής 100, 1000, 1000000)Επιτόκιο πέντε τοις εκατό (5/100 ή 5 %). Πιθανότητα δύο τοις χιλίοις (2/1000 ή 2 ο/οο) |
τοις κείνων ρήμασι | = στα λόγια εκείνωνΤήδε κείμεθα τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι = Βρισκόμαστεεδώ υπακούοντας στα λόγια τους. |
τοις μετρητοίς | = σε μετρητά (αντίθετο: επί πιστώσει)Αυτός πλήρωσε με πιστωτική κάρτα, ενώ εγώ τοις μετρητοίς. Αυτό το κατάστημα δεν κάνει πίστωση, πουλάει μόνο τοις μετρητοίς. Αυτός, φίλε μου, πουλάει τοις μετρητοίς (= είναι ξέγνοιαστος,δεκάραδεν δίνει). (Βλέπε και «παίρνω τοις μετρητοίς») |
τοις οφειλέταις ημών | = (στους οφειλέτες μας) = σ' αυτούς που μαςέκαμαν κακόως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών = όπως και εμείςσυγχωρούμε αυτούς που μας αδίκησαν. (Από την Κυριακή προσευχή) |
τοις πάσι γνωστόν, γνωστόν τοις πάσι | = σε όλους γνωστό, πασίγνωστο (πας, παντός,παντί, πάντα, πας, πάντες, πάντων, πάσι, πάντας, πάντες)Αυτό που λες είναι γνωστόν τοις πάσι. |
τοσούτω μάλλον , πολλώ μάλλον πόσω μάλλον | = πολύ περισσότερο (επιτατικό)Αυτό δεν μπορούσε να το προβλέψει ο Διευθυντής, τοσούτω μάλλονένας νέος υπάλληλος |
τρικυμία ενκρανίω | = σύγχυση φρενών, διανοητική αναστάτωση, φουρτούνατου μυαλούΔεν μπορείς να συνεννοηθείς μαζί του. Αυτός έχει τρικυμία εν κρανίω. |
τύποις | = (με τύπο, τυπωμένος) = εντύπως, (+γενική)στο τυπογραφείο τουΤύποις Κ. Πετρίδη. |
τύποιςουσία (αντίθ.) | = ως προς τους τύπους, κατά τους τύπους, τυπικά= ως προς την ουσία, κατ' ουσίαν, ουσιαστικά
Αυτός που θα αναλάβει ως προϊστάμενος πρέπει να είναι κατάλληλοςτύποιςκαιουσία. |
τύχη αγαθή | = κατά καλή τύχη, ευτυχώςΤύχη αγαθή, αποφεύχθηκε το μοιραίο. |
τω αγνώστω θεώ | = στον άγνωστο θεόΣτην αρχαία Αθήνα υπήρχε στήλη με την αφιέρωση «τω αγνώστω θεώ». |
τω καιρώ εκείνω | = τότε στα παλιά τα χρόνια (από τη γνωστή εναρκτήριαφράση του Ευαγγελίου)Τω καιρώ εκείνω ο δάσκαλος με τη βέργα του ήταν πιο πολύθηριοδαμαστής παρά δάσκαλος |
τω κομιστή | = (εις τον κομίζοντα, εις τον φέροντα) = σ'αυτόν που το κρατάΓραμμάτιο πληρωτέο τω κομιστή. |
τω όντι, τωόντι και τώντις | = όντως, πράγματι, πραγματικάΗ κατάσταση είναι τωόντι πολύ σοβαρή.
Βλέπε και πράγματι, τη αληθεία. |
τω πνεύματι | = κατά το πνεύμα πτωχός τω πνεύματι = ταπεινόςΜακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι = ευτυχισμένοι οι ταπεινοί(από τους «Μακαρισμούς» του Ευαγγελίου) |
υπαιτιότητι | = από υπαιτιότητα, εξαιτίαςΟλα έγιναν υπαιτιότητί μου. |
φύσει | = εκ φύσεως, από τη φύση του, λόγω της φύσηςτουΕίναι φύσει αδύνατον να συμβεί κάτι τέτοιο. Στη γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής συλλαβή με η, ω ή δίφθογγο είναιφύσει μακρά, ενώ συλλαβή με βραχύ που ακολουθείται από δύο ή περισσότερασύμφωνα ή διπλό σύμφωνο είναι θέσει μακρά. |
φωνή βοώντος εν τη ερήμω | = φωνή κάποιου που φωνάζει στην έρημο, μεταφορικά:δεν ακούει κανένας, δεν υπάρχει καμιά ανταπόκρισηΦωνή βοώντος εν τη ερήμω, ετοιμάσατε την οδόν του Κυρίου(Κατά Μάρκον 1-3).
Εγώ τα είπα, εγώ τα άκουσα! Φωνή βοώντος εν τη ερήμω!. |
χάριτι Θεία, Θεία χάριτι | = με Θεία χάρη, με τη χάρη του Θεού, με τηνεύνοια του ΘεούΧάριτι Θεία ξεπεράσαμε τον κίνδυνο. |
ψυχή τε καισώματι | = (με την ψυχή και με το σώμα) = με όλες τιςδυνάμεις, ολοκληρωτικάΑφοσιώθηκε σ' αυτόν το σκοπό ψυχή τε και σώματι. |
ως εν ονείρωεν ονείρω | = σαν σε όνειρο, μακριά από την πραγματικότητα,αχνά και απροσδιόριστα = σε όνειρο, μέσα σε όνειροΈννοιωσε σαν υπνωτισμένος? πέρασαν μπροστά από τα μάτια του σκηνές αχνέςκι ασύνδετες? ως εν ονείρω. όνειρο εν ονείρω = κατάσταση στην οποία βλέπει κανέναςόνειρο μέσα σε όνειρο. |
ως εν ουρανώ | = όπως στον ουρανό (Από την Κυριακή προσευχή)ως εν ουρανώ και επί της γης = όπως στον ουρανό έτσι καιπάνω στη γη. |
ως εν παρόδωελέχθη | = όπως ελέχθη παρενθετικάΒλέπε εν παρόδω. |