Τετάρτη 27 Απριλίου 2016

Πίνακας αρχαίων μετοχών παθητικού παρακειμένου σε χρήση στη νεοελληνική γλώσσα

Πηγή:http://www.teicrete.gr/users/kutrulis/Glosika/metohes.htm
ΜετοχήΡήμαΣημασία και παραδείγματα
αναμεμιγμένοςαναμίγνυμαι= αυτός που έχει αναμειχθεί, αυτός που έχει εμπλακείαναμεμιγμένος σε σκάνδαλο.
αναπεπταμένοςαναπετάννυμαι= αυτός που έχει αναπετασθεί (απλωθεί)αναπεπταμένη σημαία
ανασυνδεδεμένοςανασυνδέομαι= αυτός που έχει ανασυνδεθεί 
ανατεθειμένοςανατίθεμαι= αυτός που έχει ανατεθείανατεθειμένη παραγγελία, 
ανατεθειμένο έργο
ανειλημμένοςαναλαμβάνομαι= αυτός που έχει αναληφθείανειλημμένη υποχρέωση, 
ανειλημμένη ευθύνη, 
ανειλημμένα ποσά
ανεστραμμένοςαναστρέφομαι= αυτός που έχει αναστραφεί, αναποδογυρισμένοςανεστραμμένο σχήμα, 
ανεστραμμένη πολικότητα, 
ανεστραμμένη θερμοβαθμίδα
ανηγμένοςανάγομαι= αυτός που έχει αναχθείανηγμένη μεταβολή, 
ανηγμένη δύναμη
ανηγμένη κλίμακα
αντεστραμμένοςαντιστρέφομαι= αυτός που έχει αντιστραφείαντεστραμμένοι ρόλοι, 
αντεστραμμένοι όροι, 
αντεστραμμένο κλάσμα
απεγκατεστημένος,
αποεγκατεστημένος
εγκαθιστώμαι
εγκαθίσταμαι
= αυτός που έχει απεγκατασταθεί (ή αποεγκατασταθεί)απεγκατεστημένο πρόγραμμα (σε ηλεκτρονικό υπολογιστή)
απεγνωσμένοςαπογιγνώσκομαι= αυτός που έχει περιέλθει σε απόγνωσηαπεγνωσμένη προσπάθεια, 
απεγνωσμένη φωνή
απεσταλμένοςαποστέλλομαι= αυτός που έχει αποσταλείειδικός απεσταλμένος, 
απεσταλμένη επιστολή, 
απεσταλμένο δέμα
απευθυσμένοςαπευθύνομαι= αυτός που έχει απευθυσθείαπευθυσμένο έντερο = 
το απευθυσμένο
απηυδημένος, απηυδισμένοςαπαυδώ
(απαυδώμαι)
= αυτός που έχει απαυδήσει (που έχει χάσει τη φωνή του), που έχει κουραστεί, εξουθενωμένος
απογεγραμμένοςαπογράφομαι= αυτός που έχει απογραφεί, απογραμμένοςαπογεγραμμένος κάτοικος
αποδεδειγμένοςαποδεικνύομαι= αυτός που έχει αποδειχθείείναι αποδεδειγμένο, 
αποδεδειγμένα (επίρρ.)
αποκατεστημένοςαποκαθιστώμαι,
αποκαθίσταμαι
= αυτός που έχει αποκατασταθείκαλά αποκατεστημένος = εξασφαλισμένος (οικονομικά, εργασιακά κτλ.), νοικοκυρεμένος
αποκατεστημένος δικαιωμένος (ύστερα από βραχύχρονη ή μακρόχρονη απόρριψη ή ανυποληψία)
απομεμακρυσμένοςαπομακρύνομαι= αυτός που έχει απομακρυνθείαπομεμακρυσμένος συνδρομητής, 
απονενοημένοςαπονοούμαι= αυτός που έχει απονοηθεί (= που βρίσκεται σε απόγνωση)απονενοημένο διάβημα = απεγνωσμένη ενέργεια
αποσυνδεδεμένοςαποσυνδέομαι= αυτός που έχει αποσυνδεθείαποσυνδεδεμένη συσκευή (από δίκτυο, από άλλη συσκευή κτλ.)
αποσυντεθειμένοςαποσυντίθεμαι= αυτός που έχει αποσυντεθείαποσυντεθειμένο πτώμα
αποτεθειμένοςαποτίθεμαι= αυτός που έχει αποτεθείαποτεθειμένος οπλισμός, 
αποτεθειμένη χειροσυσκευή
αποτετμημένοςαποτέμνομαι= αυτός που έχει αποτμηθεί
απωθημένοςαπωθούμαι= αυτός που έχει απωθηθεί, απωθημένος)Έβγαλε τα απωθημένα του
αυτοδιηγερμένοςαυτοδιεγείρομαι= αυτός που έχει αυτοδιεγερθείαυτοδιηγερμένη διάταξη
αφηρημένοςαφαιρούμαι= αυτός που έχει αφαιρεθείαφηρημένα ουσιαστικά, 
αφηρημένη έννοια, 
αφηρημένη τέχνη
βεβαρημένος,
βεβαρυμμένος
βαρύνομαι= αυτός που έχει βαρυνθείβεβαρημένο ποινικό μητρώο, 
βεβαρημένο παρελθόν, 
βεβαρημένος οργανισμός
βεβιασμένοςβιάζομαι= αυτός που έχει βιασθείβεβιασμένη ενέργεια, 
βεβιασμένη κίνηση, 
βεβιασμένο χαμόγελο
γεγυμνωμένοςγυμνούμαι= αυτός που έχει γυμνωθείτα οστά τα γεγυμνωμένα (εκκλ.)
δεδηλωμένοςδηλούμαι= αυτός που έχει δηλωθείδεδηλωμένος εχθρός
αρχή της Δεδηλωμένης = η αρχή της πλειοψηφίας κόμματος που έχει αποδειχθεί με ψηφοφορία στη βουλή
δεδικασμένοςδικάζομαι= αυτός που έχει δικασθείτο δεδικασμένο = ανέκκλητη δικαστική απόφαση, που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί
δεδομένοςδίδομαι= αυτός που έχει δοθείδεδομένος = θεωρούμενος ότι υπάρχει ή είναι γνωστος από την αρχή
δεδομένη κατάσταση
τα δεδομένα (ενός προβλήματος), δεδομένα, επεξεργασία δεδομένων (στην Πληροφορική)
δεδουλευμένοςδουλεύομαι= αυτός που έχει δουλευθεί (και είναι οφειλόμενος)δεδουλευμένα ημερομίσθια,
δεδουλευμένοι τόκοι, 
τα δεδουλευμένα
διαδεδομένοςδιαδίδομαι= αυτός που έχει διαδοθείδιαδεδομένος = ευρέως γνωστός, συχνά απαντώμενος, συνηθισμένος
διακεκαυμένοςδιακαίομαι
διακάομαι
= αυτός που έχει διακαείδιακεκαυμένη ζώνη
διακεκομμένοςδιακόπτομαι= αυτός που έχει διακοπείδιακεκομμένη συνουσία
διακεκριμένοςδιακρίνομαι= αυτός που έχει διακριθείδιακεκριμένος επιστήμονας, 
διακεκριμένο στέλεχος
διαλελυμένοςδιαλύομαι= αυτός που έχει διαλυθείδιαλελυμένη οικογένεια, 
διαλελυμένη ουσία
διασυνδεδεμένοςδιασυνδέομαι= αυτός που έχει διασυνδεθείδιασυνδεδεμένα δίκτυα
διατεθειμένοςδιατίθεμαι= αυτός που έχει διατεθείΔεν είμαι διατεθειμένος να υποχωρήσω στις απαιτήσεις του
διατεταγμένοςδιατάσσομαι= αυτός που έχει διαταχθείδιατεταγμένη υπηρεσία
διεσταλμένοςδιαστέλλομαι= αυτός που έχει διασταλείδιεσταλμένη κόρη οφθαλμού
διεστραμμένοςδιαστρέφομαι= αυτός που έχει διαστραφείδιεστραμμένος εγκληματίας
διεφθαρμένοςδιαφθείρομαι= αυτός που έχει διαφθαρείδιεφθαρμένος άνθρωπος
διηγερμένοςδιεγείρομαι= αυτός που έχει διεγερθείδιηγερμένη ενεργειακή κατάσταση (ενός ατόμου), 
διηγερμένος ηλεκτρονόμος
διπλοεγγεγραμμένοςδιπλοεγγράφομαι= αυτός που έχει διπλοεγγραφείδιπλοεγγεγραμμένος ψηφοφόρος
εγγεγραμμένοςεγγράφομαι= αυτός που έχει εγγραφείεγγεγραμμένος κύκλος, εγγεγραμμένο τετράπλευρο
εγκαταλελειμμένοςεγκαταλείπομαι= αυτός που έχει εγκαταλειφθείεγκαταλελειμμένο σπίτι,
εγκαταλελειμμένο αυτοκίνητο
εγκατεσπαρμένοςεγκατασπείρομαι= αυτός που έχει εγκατασπαρεί
εγκατεστημένοςεγκαθιστώμαι
εγκαθίσταμαι
= αυτός που έχει εγκατασταθείεγκατεστημένο πρόγραμμα (σε ηλεκτρονικό υπολογιστή)
εγκεκριμένοςεγκρίνομαι= αυτός που έχει εγκριθείεγκεκριμένος τύπος, 
εγκεκριμένο φάρμακο
εγνωσμένοςγιγνώσκομαι= αυτός που έχει γνωσθεί, γνωστός, αδιαμφισβήτητοςεγνωσμένο κύρος, 
εγνωσμένη αξία
ειλημμένοςλαμβάνομαι= αυτός που έχει ληφθείειλημμένη απόφαση
ειμαρμένοςείμαρται (δεν απαντάται στο πρώτο πρόσωπο)= αυτός που έχει κληρωθεί (ληφθεί με κλήρο), πεπρωμένος, μοιραίοςειμαρμένη: = το πεπρωμένο, η μοίρα
ειρημένοςλέγομαι= αυτός που έχει λεχθεί (ρηθεί, ειπωθεί)
εισηγμένοςεισάγομαι= αυτός που έχει εισαχθείεισηγμένη μετοχή (στο χρηματιστήριο)
εκπεφρασμένοςεκφράζομαι= αυτός που έχει εκφρασθείεκπεφρασμένη άποψη
εκτεθειμένοςεκτίθεμαι= αυτός που έχει εκτεθείεκτεθειμένος στον άνεμο
εκτεταμένοςεκτείνομαι= αυτός που έχει εκταθείεκτεταμένη έρευνα
εμπεριστατωμένοςεμπεριστατώ= αυτός που έχει εμπεριστατωθεί (= εξεταστεί (μελετηθεί, γίνει) με πολλή προσοχή)εμπεριστατωμένη μελέτη
εναποτεθειμένοςεναποτίθεμαι= αυτός που έχει εναποτεθείεναποτεθειμένες ελπίδες
ενδεδειγμένοςενδεικνύομαι,
ενδείκνυμαι
= αυτός που έχει ενδειχθείενδεδειγμένος τρόπος,
ενδεδειγμένη ενέργεια
ενδεδειγμένη λύση
ενδεδυμένοςενδύομαι= αυτός που έχει ενδυθείενδεδυμένος φως ως ιμάτιον (εκκλ.)
εντεταγμένοςεντάσσομαι= αυτός που έχει ενταχθεί
εντεταλμένοςεντέλλομαι= αυτός που έχει ενταλείεντεταλμένος σύμβουλος, 
εντεταλμένος αντιπρόεδρος
εντεταμένοςεντείνομαι= αυτός που έχει ενταθεί
εξεζητημένοςεκζητούμαι= αυτός που έχει εκζητηθείεξεζητημένος τρόπος
εξεζητημένη αμφίεση
εξημμένοςεξάπτομαι= αυτός που έχει εξαφθείεξημμένα πνεύματα
εξηρμένοςεξαίρομαι= αυτός που έχει εξαρθείεξηρμένα προσόντα
εξωνημένοςεξωνούμαι= αυτός που έχει εξωνηθεί
επανειλημμένοςεπαναλαμβάνομαι= αυτός που έχει επαναληφθείεπανειλημμένη υπόμνηση
επανειλημμένως (επίρρ.)
επανορθωμένοςεπανορθούμαι= αυτός που έχει επανορθωθεί
επεκτεταμένοςεπεκτείνομαι= αυτός που έχει επεκταθείεπεκτεταμένη πλευρά (μαθ.)
επενδεδυμένοςεπενδύομαι= αυτός που έχει επενδυθείεπενδεδυμένο κεφάλαιο
επηρμένοςεπαίρομαι= αυτός που έχει επαρθεί, ο οιηματίας, ο φαντασμένος, ο αλαζόναςεπηρμένο ύψος
επηυξημένοςεπαυξάνομαι= αυτός που έχει επαυξηθείέκδοση βελτιωμένη και επηυξημένη
επιβεβαρυμμένοςεπιβαρύνομαι= αυτός που έχει επιβαρυνθεί
επιβεβλημένοςεπιβάλλομαι= αυτός που έχει επιβληθείεπιβεβλημένα μέτρα
επιγεγραμμένοςεπιγράφομαι= αυτός που έχει επιγραφεί
επικεκαλυμμένοςεπικαλύπτομαι= αυτός που έχει επικαλυφθεί
επιτετραμμένοςεπιτρέπομαι= αυτός που του έχει επιτραπεί κάποιο έργοο επιτετραμμένος (ανώτερος διπλωματικός υπάλληλος που αναπληρώνει τον πρεσβευτή)
ερριμμένοςρίπτομαι= αυτός που έχει ριφθείΛίθοι τε και πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμμένα ουδέν χρήσιμά εστιν.
εσβεσμένοςσβέννυμαι= αυτός που έχει σβεσθείεσβεσμένη άσβεστος,
εσβεσμένο ηφαίστειο
εσκαμμένοςσκάπτομαι= αυτός που έχει σκαφθείυπερέβη τα εσκαμμένα = ξεπέρασε τα επιτρεπτά όρια
εσκεμμένοςσκέπτομαι= αυτός που τον έχει κανείς σκεφθεί, σκόπιμος, προμελετημένοςεσκεμμένη ενέργεια
εσπευσμένοςσπέυδω 
(σπεύδομαι)
= αυτός που έχει σπευσθείεσπευσμένη ενέργεια
εσταυρωμένοςσταυρώνομαι= αυτός που έχει σταυρωθείο Εσταυρωμένος (Χριστός)
εστεγασμένοςστεγάζομαι= αυτός που έχει στεγασθείεστεγασμένος χώρος
εστεμμένοςστέφομαι= αυτός που έχει στραφείεστεμμένος βασιλιάς
εστραμμένοςστρέφομαι= αυτός που έχει στραφεί
εσφαλμένοςσφάλλομαι= αυτός που έχει σφαλείεσφαλμένη άποψη
εσφαλμένο αποτέλεσμα
εσφιγμένοςσφίγγομαι= αυτός που έχει σφιχθείη μονή του Εσφιγμένου (στο Άγιο Όρος)
ηγιασμένοςαγιάζομαι= αυτός που έχει αγιασθείΣάββας ο Ηγιασμένος
ηθελημένοςεθέλω 
(εθέλομαι)
= αυτός που έχει «θεληθεί», εσκεμμένοςηθελημένη ενέργεια
ημαρτημένοςαμαρτάνομαι= αυτός που έχει αμαρτηθεί= εσφαλμένος, λαθεμένος, αποτυχημένος
ημαρτημένα παροράματα, αβλεψίες (ενός βιβλίου) (λατ. errata)
ημιανεπτυγμένοςημιαναπτύσσομαι= αυτός που έχει ημιαναπτυχθεί
ηνωμένοςενούμαι= αυτός που έχει ενωθεί, ενωμένοςΗνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (ΗΠΑ),
Ηνωμένο Βασίλειο (ΗΒ)
Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ)
ηττημένοςηττώμαι= αυτός που έχει ηττηθείηττημένη ομάδα, 
οι νικητές και οι ηττημένοι
καθειλκυσμένοςκαθελκύομαι= αυτός που έχει καθελκυσθεί
καθηγιασμένοςκαθαγιάζομαι= αυτός που έχει καθαγιασθεί
καθημαγμένοςκαθαιμάσσομαι= αυτός που έχει καθαιμαχθεί, αυτός που έχει καταματωθεί, καταματωμένος, αιμόφυρτοςκαθημαγμένος στρατιώτης
καθημαγμένου, καθημαγμένο, καθημαγμένοι, καθημαγμένων, καθημαγμένους,
καθημαγμένη οικονομία
κακοανατεθραμμένοςανατρέφομαι= αυτός που έχει κακοανανατραφείκακανατεθραμένο παιδί
καταβεβλημένοςκαταβάλλομαι= εξαντλημένος, αποκαμωμένος (από κούραση, ασθένεια, μεγάλη θλίψη)καταβεβλημένος οργανισμός
καταγεγραμμένοςκαταγράφομαι= αυτός που έχει καταγραφείκαταγεγραμμένη πρόταση
κατατεθειμένοςκατατίθεμαι= αυτός που έχει κατατεθείκατατεθειμένο ποσό
κατατετμημένοςκατατέμνομαι= αυτός που έχει κατατμηθεί
κατειλημμένοςκαταλαμβάνομαι= αυτός που έχει καταληφθείκατειλημμένος ανελκυστήρας,
σήμα κατειλημμένου, 
κατειλημμένες θέσεις
κατεσταλμένοςκαταστέλλομαι= αυτός που έχει κατασταλείκατεσταλμένη λειτουργία
κατεστημένοςκαθιστώμαι,
καθίσταμαι
= αυτός που έχει κατασταθείτο κατεστημένο
κατεστραμμένοςκαταστρέφομαι= αυτός που έχει καταστραφείκατεστραμμένη πόλη
κατεψυγμένοςκαταψύχομαι= αυτός που έχει καταψυχθείκατεψυγμένα ψάρια
κατηγμένοςκατάγομαι= αυτός που έχει καταχθείκατηγμένη
 (= συντεταγμένη στον άξονα z)
κατηραμένοςκαταρώμαι= αυτός που τον έχουν καταρασθείκατηραμένος όφις
κατηρτισμένοςκαταρτίζομαι= αυτός που έχει καταρτισθεί
κεκαθαρμένοςκαθαίρομαι= αυτός που έχει καθαρθείκεκαθαρμένο εμβόλιο
κεκαλυμμένοςκαλύπτομαι= αυτός που έχει καλυφθεί
κεκαμμένοςκάμπτομαι= αυτός που έχει καμφθείκεκαμμένος αγκώνας
κεκαρμένοςκείρομαι= αυτός που έχει καρεί (κουρευτεί)εν χρω κεκαρμένος = κουρεμένος «γουλί»
κεκηρυγμένοςκηρύττομαι= αυτός που έχει κηρυχθείκεκηρυγμένος πόλεμος
κεκλεισμένοςκλείομαι= αυτός που έχει κλεισθεί, κλεισμένοςδίκη κεκλεισμένων των θυρών = δίκη χωρίς ακροατήριο (με απαγορευμένη την είσοδο στο κοινό)
κεκλημένοςκαλούμαι= αυτός που έχει κληθεί
κεκλιμένοςκλίνομαι= αυτός που έχει κλιθεί, γερμένοςκεκλιμένο επίπεδο
κεκοιμημένοςκοιμώμαι= αυτός που έχει κοιμηθείκεκοιμημένος δούλος = ο νεκρός δούλος (εκκλ.)
κεκονιαμένοςκονιώμαι= αυτός που έχει κονιαθεί, αυτός που έχει επιχρισθείτάφος κεκονιαμένος = τάφος ασπρισμένος (και καθαρός εξωτερικά) (εκκλ.)
κεκορεσμένοςκορέννυμαι= αυτός που έχει κορεσθείκεκορεσμένο διάλυμα, 
κεκορεσμένος ατμός
κεκραμένοςκεράννυμαι= αυτός που έχει κραθείκεκραμένος οίνος = νερωμένο κρασί
κεκτημένοςκτώμαι= αυτός που έχει κτηθείκεκτημένα δικαιώματα,
το Κοινοτικό κεκτημένο
κεκτημένη ταχύτητα
κεκυρωμένοςκυρούμαι= αυτός που έχει κυρωθείκεκυρωμένο αντίγραφο
κεχαριτωμένοςχαριτούμαι= αυτός που έχει χαριτωθείχαίρε κεχαριτωμένη Μαρία
λελογισμένοςλογίζομαι= αυτός που έχει λογισθείλελογισμένη χρήση
λελυμένοςλύομαι= αυτός που έχει λυθεί, λυμένοςλελυμένη άσκηση, λελυμένο πρόβλημα
λογοκεκριμένοςλογοκρίνομαι= αυτός που έχει λογοκριθείλογοκεκριμένο δημοσίευμα/κείμενο, 
λογοκεκριμένος λόγος
μεμαρτυρημένοςμαρτυρούμαι= αυτός που έχει μαρτυρηθεί
μεμονωμένοςμονούμαι= αυτός που έχει μονωθεί (έχει μείνει μόνος)μεμονωμένο παράδειγμα,
μεμονωμένη περίπτωση
μεταγεγραμμένοςμεταγράφομαι= αυτός που έχει μεταγραφείμεταγεγραμμένος στο Υποθηκοφυλακείο
μετατεθειμένοςμετατίθεμαι= αυτός που έχει μετατεθείείναι δυο χρόνια μετατεθειμένος στην επαρχία
νενομισμένοςνομίζομαι= αυτός που έχει νομισθεί (θεωρηθεί ως πάτριο έθιμο)νενομισμένος όρκος = ο καθιερωμένος όρκος
παραγεγραμμένοςπαραγράφομαι= αυτός που έχει παραγραφείπαραγεγραμμένο αδίκημα
παραδεδεγμένοςπαραδέχομαι= αυτός που έχει παραδεχθεί
παραδεδομένοςπαραδίδομαι= αυτός που έχει παραδοθεί
παρατεθειμένοςπαρατίθεμαι= αυτός που έχει παρατεθεί
παρατεταγμένοςπαρατάσσομαι= αυτός που έχει παραταχθείπαρατεταγμένο άγημα
παρατεταμένοςπαρατείνομαι= αυτός που έχει παραταθείπαρατεταμένο χειροκρότημα,
παρατεταμένη ανομβρία
παρεγγεγραμμένοςπεριγράφομαι= αυτός που έχει παρεγγραφείπαρεγγεγραμμένος κύκλος
παρεντεθειμένοςπαρεντίθεμαι= αυτός που έχει περεντεθεί
παρεστιγμένοςπαραστίζομαι= αυτός που έχει παραστιχθείπαρεστιγμένη νότα (μουσ.)
παρεσχημένοςπαρέχομαι= αυτός που έχει παρασχεθεί
παρεφθαρμένοςπαραφθείρομαι= αυτός που έχει παραφθαρείπαρεφθαρμένη γλώσσα
παρηκμασμένοςπαρακμάζω
(παρακμάζομαι)
= αυτός που έχει παρακμάσει
παρωχημένοςπαροίχομαι= αυτός που έχει παρέλθειπαρωχημένοι χρόνοι (ρήματος)
πεπαιδευμένοςπαιδεύομαι= αυτός που έχει παιδευθεί (μορφωθεί), μορφωμένος
πεπαλαιωμένοςπαλαιούμαι= αυτός που έχει παλαιωθείπεπαλαιωμένος οίνος,
πεπαλαιωμένη αντίληψη
πεπατημένοςπατούμαι= αυτός που έχει πατηθείπεπατημένη (οδός) = ο ασφαλής γνωστός και συνηθισμένος δρόμος ή τρόπος
ακολουθεί την πεπατημένη
πεπειραμένοςπειρώμαι= αυτός που έχει πειραθείπεπειραμένος τεχνίτης,
πεπειραμένος υπάλληλος
πεπεισμένοςπείθομαι= αυτός που έχει πεισθείείμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι ...
πεπερασμένοςπεραίνομαι= αυτός που έχει περανθείπεπερασμένη σειρά, 
πεπερασμένο σύνολο
πεπιεσμένοςπιέζομαι= αυτός που έχει πιεσθείπεπιεσμένος αέρας
πεπλανημένοςπλανώμαι= αυτός που έχει πλανηθείπεπλανημένη εντύπωση
πεπλατυσμένοςπλατύνομαι= αυτός που έχει πλατυνθείπεπλατυσμένος ρωστήρας
πεπλεγμένοςπλέκομαι= αυτός που έχει πλεχθεί/πλακείπεπλεγμένη συνάρτηση (μαθ.)
πεποιημένοςποιούμαι= αυτός που έχει ποιηθεί, που έχει κατασκευασθείπεποιημένη κρίση (= φτιαχτή, τεχνητή κρίση και όχι πραγματική)
πεποικιλμένοςποικίλλομαι= αυτός που έχει ποικιλθείχρυσό δακτυλίδι πεποικιλμένο με μαργαριτάρια
πεπραγμένοςπράττομαι= αυτός που έχει πραχθείτα πεπραγμένα
έκθεση πεπραγμένων
πεπρωμένοςπέπρωται= αυτός που πέπρωται (είναι γραμμένος από τη μοίρα)πεπρωμένο = η μοίρα, η ειμαρμένη
περιβεβλημένοςπεριβάλλομαι= αυτός που έχει περιβληθείπεριβεβλημένος με φωτοστέφανο
περιγεγραμμένοςπεριγράφομαι= αυτός που έχει περιγραφείπεριγεγραμμένος κύκλος
περιελιγμένοςπεριελίσσομαι= αυτός που έχει περιελιχθεί
περιεσκεμμένοςπερισκέπτομαι= αυτός που τον έχει κανείς περισκεφθεί
περιεστραμμένοςπεριστρέφομαι= αυτός που έχει περιστραφεί
περιεσφιγμένοςπερισφίγγομαι= αυτός που έχει περισφιχθεί
περικεκομμένοςπερικόπτομαι= αυτός που έχει περικοπείπερικεκομμένος προϋπολογισμός
περιπεπλεγμένοςπεριπλέκομαι= αυτός που έχει περιπλεχθεί/περιπλακείπεριπεπλεγμένη κατάσταση
περιτετμημένοςπεριτέμνομαι= αυτός που έχει περιτμηθεί
πεφιλημένοςφιλούμαι= αυτός που έχει φιληθεί (= αγαπηθεί)πεφιλημένος σύζυγος
πεφορτισμένοςφορτίζομαι= αυτός που έχει φορτισθείπεφορτισμένη ατμόσφαιρα
πεφωτισμένοςφωτίζομαι= αυτός που έχει φωτισθείπεφωτισμένος ηγέτης
προβεβλημένοςπροβάλλομαι= αυτός που έχει προβληθείπροβεβλημένο θέμα, 
προβεβλημένη κατάσταση
προδεδικασμένοςπροδικάζομαι= αυτός που έχει προδικασθεί
προδιαγεγραμμένοςπροδιαγράφομαι= αυτός που έχει προδιαγραφείπροδιαγεγραμμένο μέλλον, προδιαγεγραμμένη πορεία, προδιαγεγραμμένα χαρακτηριστικά
προδιατεθειμένοςπροδιατίθεμαι= αυτός που έχει προδιατεθείείμαι προδιατεθειμένος ... (προετοιμασμένος για κάτι ...)
προεγγεγραμμένοςπροεγγράφομαι= αυτός που έχει προεγγραφεί
προεγκεκριμένοςπροεγκρίνομαι= αυτός που έχει προεγκριθεί
προειλημμένοςπρολαμβάνομαι= αυτός που έχει προληφθεί (= ληφθεί εκ των προτέρων)προειλημμένη απόφαση
προειρημένοςπρολέγομαι= αυτός που έχει προλεχθεί (προρρηθεί, προειπωθεί), ο προειπωμένος
προεκτεταμένοςπροεκτείνομαι= αυτός που έχει προεκταθείπροεκτεταμένη καμπύλη
προεντεταμένοςπροεντείνομαι= αυτός που έχει προενταθεί
προεσκεμμένοςπροσκέπτομαι= αυτός που τον έχει κανείς προσκεφθεί
προηγιασμένοςπροαγιάζομαι= αυτός που έχει προαγιασθεί
προηγμένοςπροάγομαι= αυτός που έχει προαχθείπροηγμένη τεχνολογία, 
προηγμένες χώρες
προκαταβεβλημένοςπροκαταβάλλομαι= αυτός που έχει προκαταβληθείπροκαταβεβλημένο μίσθωμα
προκατειλημμένοςπροκαταλαμβάνομαι= αυτός που έχει προκαταληφθείείμαι προκατειλημμένος (= κατέχομαι από δυσμενή διάθεση έναντι κάποιου ή κάποιας κατάστασης, έχω προκατάληψη)
προκεχωρημένοςπροχωρούμαι= αυτός που έχει προχωρηθείπροκεχωρημένο φυλάκιο
προσβεβλημένοςπροσβάλλομαι= αυτός που έχει προσβληθείπροσβεβλημένα άτομα (από ασθένεια)
προσδεδεμένοςπροσδέομαι (προσδούμαι)= αυτός που έχει προσδεθείπροσδεδεμένος στο άρμα (του, της...) (οπαδός, ακόλουθος, τσιράκι)
προσκεκλημένοςπροσκαλούμαι= αυτός που έχει προσκληθεί, ο προσκαλεσμένοςπροσκεκλημένα άτομα, 
οι προσκεκλημένοι
προστεθειμένοςπροστίθεμαι= αυτός που έχει προστεθεί
προτεθειμένοςπροτίθεμαι= αυτός που έχει προτεθεί
προτεταμένοςπροτείνομαι= αυτός που έχει προταθείπροτεταμένο στήθος
προωθημένοςπροωνούμαι= αυτός που έχει προωθηθεί, προωθημένοςπροωθημένη άποψη
σεσημασμένοςσημαίνομαι= αυτός που έχει σημανθείσεσημασμένος κακοποιός
συγκεκομμένοςσυγκόπτομαι= αυτός που έχει συγκοπείσυγκεκομμένη λέξη
συγκεκραμένοςσυγκεράννυμι= αυτός που έχει συγκραθεί (= συγκερασθεί)συγκεκραμένη μουσική κλίμακα
συγκεκριμένοςσυγκρίνομαι= αυτός που έχει συγκριθείσυγκεκριμένα μέτρα, 
συγκεκριμένα ουσιαστικά
συγκεχυμένοςσυγχέομαι= αυτός που έχει συγχυθείσυγκεχυμένη κατάσταση, 
συγκεχυμένες πληροφορίες
συμβεβλημένοςσυμβάλλομαι= αυτός που έχει συμβληθείσυμβεβλημένο ταμείο, 
συμβεβλημένο φαρμακείο
συμπεφωνημένοςσυμφωνούμαι= αυτός που έχει συμφωνηθείδεν τήρησε τα συμπεφωνημένα
συμπεφωνημένη λύσ
συνδεδεμένοςσυνδέομαι= αυτός που έχει συνδεθεί
συνδεδεμένη συσκευή, 
άρρηκτα συνδεδεμένος
συνεζευγμένοςσυζεύγνυμαι= αυτός που έχει συζευχθείσυνεζευγμένες ταλαντώσεις, συνεζευγμένα κυκλώματα
συνεπτυγμένοςσυμπτύσσομαι= αυτός που έχει συμπτυχθείσυνεπτυγμένη μορφή
συνεσταλμένοςσυστέλλομαι= αυτός που έχει συσταλείσυνεσταλμένη κοπέλα = ντροπαλή κοπέλα
συνεστραμμένοςσυστρέφομαι= αυτός που έχει συστραφείσυνεστραμμένος
συνεστραμμένου
συνεστραμμένοι συνεστραμμένων συνεστραμμένους
συνεστραμμένο συνεστραμμένα

συνεστραμμένο ζεύγος (καλωδίων)
συνεσφιγμένοςσυσφίγγομαι= αυτός που έχει συσφιγχθεί
συνημμένοςσυνάπτομαι= αυτός που έχει συναφθείσυνημμένο έγγραφο, 
συνημμένο αρχείο
συνηρημένοςσυναιρούμαι= αυτός που έχει συναιρεθείσυνηρημένα ρήματα
συντεθειμένοςσυντίθεμαι= αυτός που έχει συντεθεί
συντεθλασμένοςσυνθλώμαι= αυτός που έχει συνθλασθεί, ο συντετριμμένος
συντεταγμένοςσυντάσσομαι= αυτός που έχει συνταχθείσυντεταγμένη πολιτεία
συντετμημένοςσυντέμνομαι= αυτός που έχει συντμηθείσυντετμημένη επιλογή,
συντετμημένη λέξη
συντετριμμένοςσυντρίβομαι= αυτός που έχει συντριβείσυντετριμμένος (= υπερβολικά θλιμμένος)
συνωφρυωμένοςσυνοφρυούμαι= αυτός που έχει συνοφρυωθεί, συνοφρυωμένος
τεθλασμένοςθλώμαι= αυτός που έχει θλασθείτεθλασμένη γραμμή
τεθλιμμένοςθλίβομαι= αυτός που έχει θλιβείτεθλιμμένος συγγενής
τεθωρακισμένοςθωρακίζομαι= αυτός που έχει θωρακισθείτεθωρακισμένα άρματα
τεταγμένοςτάσσομαι= αυτός που έχει ταχθείτεταγμένη (= συντεταγμένη στον άξονα y)
τεταμένοςτείνομαι= αυτός που έχει ταθείτεταμένη κατάσταση, 
τεταμένη αρμόσφαιρα
τεταπεινωμένοςταπεινούμαι= αυτός που έχει ταπεινωθείαγαλλιάσσονται οστέα τεταπεινωμένα,
καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην(εκκλ., ν-στός ψαλμός)
τετελεσμένοςτελούμαι= αυτός που έχει τελεσθείτετελεσμένο γεγονός,
τετελεσμένος μέλλων
τετηγμένοςτήκομαι= αυτός που έχει τακείτετηγμένος κηρός
τετμημένοςτέμνομαι= αυτός που έχει τμηθείτετμημένη
τετμημένης
τετμημένες
τετμημένων
 (= συντεταγμένη στον άξονα x)
τετριμμένοςτρίβομαι= αυτός που έχει τριβείτετριμμένη έκφραση
υπεσχημένοςυπισχνούμαι= αυτός που τον έχει κανείς υποσχεθείδεν τήρησε τα υπεσχημένα
υπογεγραμμένοςυπογράφομαι= αυτός που έχει υπογραφείυπογεγραμμένη σύμβαση
υποδιηρημένοςυποδιαιρούμαι= αυτός που έχει υποδιαιρεθεί
υποκατεστημένοςυποκαθιστώμαι,
υποκαθίσταμαι
= αυτός που έχει υποκατασταθεί
 
Τα στοιχεία της σελίδας αυτής αντλήθηκαν, κατά το σημαντικότερο μέρος τους, από τις σελίδες του ηλεκτρονικού περιοδικού Ορόγραμμα της Ελληνικής Εταιρείας Ορολογίας (ΕΛΕΤΟ).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου